-Η κ.
Γαρυφαλλιά Στράντζαλη (στο βαπτιστικό της καταγράφεται το όνομα της γιαγιάς
της, Καρυοφυλλιά, ενώ οι συγγενείς και φίλοι τη φωνάζουν Φούλα)
γεννήθηκε το 1933 στο Καλαμπάκι από γονείς πρόσφυγες, καταγόμενους από το
Κρυόνερο Ανατολικής Θράκης. Πατέρας της ήταν ο Σωτήριος Στράντζαλης του Μιχαήλ,
που πέθανε το 1941 κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής, και μητέρα της η
Κυράνθη (Κιαράνν’ για τις αδελφές της), θυγατέρα του Χρήστου Αντωνίου.
Το Καλαμπάκι παλιά
-Το
Καλαμπάκι, όπως το θυμάμαι τα χρόνια που ήμουν παιδί, πριν από την κατοχή των
Βουλγάρων, ήταν ένα μικρό χωριό που έμοιαζε με δάσος. Έτσι φαινόταν από μακριά,
σαν δάσος. Ήταν πολύ αραιοκατοικημένο. Έβλεπες μικρά μονώροφα σπιτάκια μέσα σε
πελώριες αυλές και μπαξέδες με οπωροφόρα δέντρα, πανύψηλες λεύκες και
κλαίουσες, που ευδοκιμούν ακόμη εκεί λόγω της υγρασίας. Από πολύ μακριά
εντοπίζαμε το χωριό μας χάρη σ’ αυτά τα δέντρα και στο δάσος που βρισκόταν εκεί
κοντά και το λέγαμε κουρί (1).
-Τα πρώτα
σπίτια, που τα θυμάμαι πολύ καλά, ήταν πλίνθινα μονώροφα με κεραμίδια στις
στέγες. Μέσα στο σπίτι, στο πίσω μέρος συνήθως, υπήρχε και η αποθήκη, τ’
«αμπάρια», όπως τα λέγαμε. Εκεί έμπαινε η σοδειά, που ήταν ως επί το πλείστον
σιτάρι και καλαμπόκι. Στο μπροστινό μέρος του σπιτιού ήταν τα δωμάτια όπου
έμενε η οικογένεια. Ένα ή δύο δωμάτια για όλους. Όχι πολυτέλειες. Το δάπεδο
ήταν από σκέτο χώμα. Όταν τρίβονταν από τις πατημασιές, οι νοικοκυρές το
«πάτωναν», το περνούσαν με ειδική κόκκινη λάσπη για να φρεσκαριστεί, να γίνει
λείο.
-Το χειμώνα,
για να υπάρχει κάποια μόνωση στο δάπεδο, στρώναμε τις ψάθες. Αυτές γίνονταν από
χόρτο και τις αγοράζαμε απ’ τη Δράμα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση που ξαναείδα
τέτοιες ψάθες στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι, φαίνεται, ζουν ακόμη σ’ εκείνη
την άθλια εποχή.
-Η κουζίνα
ήταν ανύπαρκτη για τα περισσότερα σπίτια. Σ’ ένα από τα δωμάτια υπήρχε απλό
παραδοσιακό τζάκι, όπου μαγείρευαν οι μαμάδες. Πάνω στην πυροστιά έμπαινε η
πήλινη κατάμαυρη κατσαρόλα, ο τσέστος, και έβραζε το φαγητό. Στο τζάκι έκαιγαν
διάφορα: ξύλα, κάρβουνα, κοτσάνια (2), καλαμποκιές, μέχρι και κοπριές. Αυτές
γίνονταν από ακαθαρσίες ζώων, ζυμωμένες με άχυρα, που λιάζονταν και ξεραίνονταν
στους τοίχους των στάβλων. Ακόμη κι εμείς τα παιδιά ασχοληθήκαμε μ’ αυτή την
παράξενη καύσιμη ύλη.
-Τα διάφορα
πιατικά, κατσαρόλες, πιάτα, ταψιά τα έπλεναν κοντά στο πηγάδι που υπήρχε σε όλα
τα σπίτια. Το νερό του πηγαδιού δεν το πίναμε, γιατί ήταν ακατάλληλο. Μ’ αυτό
ποτίζαμε τα λαχανικά, τα δέντρα και τα ζώα. Νερό πόσιμο παίρναμε από μια ή δύο
βρύσες που υπήρχαν σ’ όλο το χωριό και η μεταφορά του ήταν δύσκολη. Οι μεγάλοι,
λόγω ελλείψεως χρόνου, έστελναν τα παιδιά στη βρύση με πήλινες στάμνες, με
μπακίρες (3), με κουβάδες, να μεταφέρουν το νερό στο σπίτι. Χρόνια διετέλεσα νεροκουβαλητής
του σπιτιού μας.
-Ήπιατε ποτέ
ασπιρίνη με κρασί; Ο θείος μου ο Κωσταντής (4), που ήταν αμπελουργός, είχε πολύ
κρασί, αλλά του έλειπε πολλές φορές το νερό.
- Ντε, πιες
την με κρασί, του έλεγε η θεία μου η Καλλιόπη, και έπινε την ασπιρίνη με κρασί.
- Κουρί (το): δάσος στα τουρκικά.
- Κοτσάνι: ό, τι απομένει από ένα καλαμπόκι όταν βγουν οι σπόροι του.
- Μπακίρα (η): μπακιρένια (χάλκινη) κανάτα.
- Κωσταντής Ιωαννίδης (Μουστακάς). Δεύτερη σύζυγός του ήταν η Καλλιόπη Αντωνίου, αδελφή της μητέρας της γράφουσας Κιαράνν’ς (Κυράνθης).
Οι πρώτες κατοικίες
-Οι πρόσφυγες που στο εξής θα λέγονται Καλαμπακιώτες πέρασαν
πολύ δύσκολα τα πρώτα χρόνια. Στην αρχή έφτιαξαν πρόχειρες κατοικίες από ξύλα,
χόρτα, τσίγκους για να περάσουν το χειμώνα, χωρίς τροφές, χωρίς καύσιμα, χωρίς
χρήματα.
-Το επόμενο καλοκαίρι έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά.
Καλλιέργησαν με πρωτόγονο σχεδόν τρόπο τα λιγοστά χωράφια που τους χορήγησε το
κράτος. Δούλεψαν σκληρά, μέρα και νύχτα, με ήλιο και με βροχή, με αέρα και με
χιόνι. Έφτιαξαν μόνοι τους με αυτοσχέδια καλούπια τα κερπίτσια*, με τα οποία
έχτισαν κατοικίες για τις οικογένειές τους. Μερικοί εγκαταστάθηκαν σε παλιά
τούρκικα σπίτια που άδειασαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Λίγα τα σπίτια
αυτά, λίγες οικογένειες βολεύτηκαν. Ακόμη θυμάμαι μερικά τούρκικα σπίτια στο
Καλαμπάκι.
-Σ’ ένα απ’ αυτά έμενε η θεία μου η Αναστασία**. Ήταν
ένα διώροφο μεγάλο σπίτι κτισμένο με πλιθιά και ξύλινα καδρόνια, τους
τσατμάδες, για διαζώματα. Κάτω υπήρχε ένα μεγάλο χαγιάτι για τις αγροτικές
δουλειές και πίσω απ’ αυτό ήταν ο στάβλος. Μια ξύλινη πόρτα, που έκλεινε τη
νύχτα με κλαβανή***, οδηγούσε στον δεύτερο όροφο. Τα σκαλοπάτια πολύ παλιά,
έτριζαν κάτω από τα πόδια μας, βογγούσαν.
-Υπήρχε στον πάνω όροφο μία μεγάλη σάλα, εντελώς
ανοιχτή εμπρός, και γύρω απ’ αυτήν τρία δωμάτια, ένα μικρό ευήλιο εμπρός και
δύο ολοσκότεινα πίσω. Στο ένα απ’ αυτά υπήρχε και τζάκι για τη μαγειρική. Τα
πατώματα ήταν ξύλινα και άφηναν μεγάλα κενά οι σανίδες μεταξύ τους. Χρειαζόταν
μεγάλη προσοχή στο περπάτημα. Ολόκληρο πόδι χωρούσαν οι σχισμάδες. Το χειμώνα
που έμεναν από κάτω τα ζώα η μυρωδιά της κοπριάς έφτανε με ευκολία πάνω στο
σπίτι.
-Αξέχαστο θα μου μείνει το δωμάτιο με το τζάκι σ’ αυτό
το σπίτι. Ήταν τόσο σκοτεινό, που έβλεπα ολόγυρα φαντάσματα: τουρκάλες με
φερετζέδες, Τούρκους οπλισμένους με χατζάρες μακριές, έτοιμους για επίθεση. Σ’
αυτό το σπίτι, καθώς μου λέει η μάνα μου, που είναι τώρα 83 χρόνων****, και η
θεία μου, που είναι περίπου 90, είδαν για πρώτη φορά Τούρκους και άκουσαν την
τούρκικη γλώσσα.
-Ευτυχείς λοιπόν όσοι στεγάστηκαν, έστω και προσωρινά,
σ’ αυτά τα παλιά τούρκικα σπίτια, μ’ όλες τις ατέλειές τους.
* Κερπίτσια: πλιθιά, πλίνθοι.
** Αναστασία, θυγατέρα Χρήστου Αντωνίου, σύζυγος Σωκράτη Σωτηρίου. Γιος της που ζει στο Καλαμπάκι είναι ο Τάκης (Χρήστος) Σωτηρίου, ο επιλεγόμενος Φαντάρος.
*** Κλαβανή ή γκλαβανή: πόρτα στο πάτωμα ή στην οροφή.
**** Άρα το κείμενο έχει γραφεί το 1990, αφού η μητέρα της Κυράνθη (Κιαράνν’) γεννήθηκε το 1907.
** Αναστασία, θυγατέρα Χρήστου Αντωνίου, σύζυγος Σωκράτη Σωτηρίου. Γιος της που ζει στο Καλαμπάκι είναι ο Τάκης (Χρήστος) Σωτηρίου, ο επιλεγόμενος Φαντάρος.
*** Κλαβανή ή γκλαβανή: πόρτα στο πάτωμα ή στην οροφή.
**** Άρα το κείμενο έχει γραφεί το 1990, αφού η μητέρα της Κυράνθη (Κιαράνν’) γεννήθηκε το 1907.
Η σκληρή δουλειά
-Όλοι
μπορούμε να φαντασθούμε τα δεινά που υπέστησαν αυτοί οι ξεριζωμένοι άνθρωποι σ’
έναν τόπο ξένο, υγρό από τα λιμνάζοντα νερά και τους λασπωμένους δρόμους, τις
βροχές και τα χιόνια. Μόνο οι γεροί οργανισμοί μπόρεσαν ν’ αντέξουν στις
κακουχίες. Την άνοιξη την περίμεναν με λαχτάρα. Καθώς ο ήλιος τους χαμογελούσε
από ψηλά, τους έδινε χαρά κι ελπίδα πως με τη δουλειά τους θα ξανάφτιαχναν πάλι
τη ζωή τους, θα μεγάλωναν τα παιδιά τους, θα ξανάχτιζαν τα σπίτια τους. Άντρες,
γυναίκες, παιδιά, γέροι ρίχνονταν όλοι στη δουλειά.
-Ο τόπος τον
οποίο κατοίκησαν ήταν πολύ άγριος, απάτητος. Βουνά οι θάμνοι, τα καλάμια,
σκέπαζαν τις αυλές και τα χωράφια. Νερά στάσιμα παντού, γεμάτα κουνούπια, τα
έλη τα λεγόμενα, έκαναν δύσκολη τη ζωή των ανθρώπων. Μα «η θέληση είναι δύναμη»,
λέει μια γαλλική παροιμία ή «όποιος θέλει μπορεί», λέμε εμείς οι Έλληνες. Με τα
λιγοστά μέσα της εποχής εκείνης, το τσαπί, το φτυάρι, το αλέτρι και το δρεπάνι
ρίχτηκαν στη δουλειά για να δαμάσουν τη φύση, ν’ ανοίξουν τον κάμπο, να τον
καλλιεργήσουν.
-Από τα
ξημερώματα έφευγε ολόκληρη η οικογένεια με το βοϊδάμαξο και με λιγοστές
προμήθειες για τις ανάγκες της ημέρας. Αργά το βράδυ γινόταν η επιστροφή στο
σπίτι. Όσο περισσότερες οι ώρες της δουλειάς, τόσο μεγαλύτερη η αμοιβή την
εποχή της συγκομιδής. Ο καθένας δούλευε για τον εαυτό του, για την οικογένειά
του. Ξεχώρισαν σε λίγα χρόνια οι εργατικοί, οι προοδευτικοί, οι νοικοκύρηδες.
Οι φούρνοι στο Καλαμπάκι
Ένα τραγούδι
λέει για τη Μυτιλήνη:
«Η Μυτιλήν’
μας είνι ένα τρανό χουριό,
πού ’χει σαράντα φούρνους κι ένα καμπαναριό».
πού ’χει σαράντα φούρνους κι ένα καμπαναριό».
-Έτσι ήταν
και το χωριό μου κάποτε. Είχε ένα καμπαναριό, όπως και σήμερα, αλλά πολλούς
φούρνους. Κάθε σπίτι είχε και το φούρνο του. Θυμάμαι τη μάνα μου την καϋμένη
που ζύμωνε το ψωμί χαράματα, πριν ξημερώσει. Το άφηνε στη σκάφη σκεπασμένο με
κουβέρτες να φουσκώσει και το πρωί ήταν έτοιμο το ζυμάρι. Πολλές φορές
έπαιρνε απ’ αυτό το φρέσκο και ωραίο ζυμάρι, έφτιαχνε λεπτές πιτούλες στα
χέρια της και τις έψηνε με λάδι ή με λίπος στο τηγάνι. Τις λέγαμε
τσατσόπ’τες και ήταν πολύ εύγευστες καθώς ψήνονταν πάνω κάτω, κοκκίνιζαν
και φούσκωναν. Ακόμη θυμάμαι την ωραία γεύση τους.
-Το υπόλοιπο
ζυμάρι το έβαζε πάνω σε στρογγυλό τραπέζι, το σοφρά, το έπλαθε σε στρογγυλά
καρβέλια και το έβαζε στην πινακωτή. Αυτή ήταν ξύλινη και χωρισμένη σε μικρές
τετράγωνες θέσεις. Σε κάθε θέση έμπαινε ζυμάρι για ένα ψωμί. Το ζύμωμα γινόταν
μια φορά την εβδομάδα, γι’ αυτό κάθε νοικοκυρά κανόνιζε τον αριθμό των ψωμιών
με τα άτομα που είχε να θρέψει.
-Μέχρις ότου
φουσκώσει το ζυμάρι στην πινακωτή, η νοικοκυρά άναβε το φούρνο. Έρριχνε για
πολλή ώρα ξύλα, έως ότου κοκκινίσουν τα τοιχώματά του. Για να σκαλίζει τη
φωτιά μέσα στο φούρνο, χρησιμοποιούσε το «συντραύλιστο». Όταν καίγονταν καλά ο
φούρνος, τραβούσαν έξω όλα τα κάρβουνα και σκούπιζαν το δάπεδο του φούρνου με
τη «σφούγγια», δηλαδή ένα υγρό πανί δεμένο σε μακρύ ξύλο. Στο τέλος έριχναν τα
ψωμιά με το «φουρνέφτη» στον καυτό φούρνο, τον έκλειναν καλά για να μη χάσει τη
θερμοκρασία του και τα άφηναν να ψηθούν.
-Το πρώτο
ψωμί που έβγαινε ζεστό ζεστό το τρώγαμε όρθιοι γύρω από το φούρνο. Αν υπήρχε
και τυρί ή βούτυρο να λιώνει μέσα στο καυτό ψωμάκι, το θεωρούσαμε μεγάλη
πολυτέλεια. Τύχαινε να κρατάμε στο ένα χέρι μικρό κομμάτι ψωμί και στο άλλο
μεγάλο. Το μεγάλο ήταν το ψωμί και το μικρό αντικαθιστούσε το τυρί.
- Τσατσόπ(ι)τα: Ενδεχομένως η πίτα της θείας, η πρόχειρη πίτα.
Το σχολείο του Καλαμπακίου
-Πριν από τον πόλεμο του 1940 είχα τελειώσει την πρώτη τάξη του Δημοτικού
σχολείου. Το σχολείο, στο οποίο αργότερα εργάστηκα και σαν δασκάλα, ήταν ένα
διώροφο κτίριο που υπάρχει και σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση. -Έχει τρεις
αίθουσες επάνω και τρεις κάτω κι ένα ωραίο γραφείο δασκάλων στον επάνω όροφο. Η
αυλή του είναι μεγάλη, με δέντρα ολόγυρα, με κήπο, με χορταράκια.
Μοναδικό κτίριο στο χωριό μου τόσο ψηλό, τόσο μεγάλο, νόμιζα ότι άγγιζε τον
ουρανό.
-Πολλά πράγματα δεν θυμάμαι από εκείνη τη σχολική χρονιά: ούτε το όνομα της
δασκά-λας μου ούτε ούτε με ποιο σύστημα διδάχτηκα την πρώτη ανάγνωση. Κάποια
μέρα που έλειπε η δασκάλα μας, ανέλαβε να μας προσέχει η δασκάλα της Δευτέρας
τάξης. Άνοιξαν λοιπόν τις ξύλινες πτυσσόμενες πόρτες που χώριζαν τις δύο
αίθουσες , για να φαίνονται όλα τα παιδιά, πάρα πολλά παιδιά, αμέτρητα… Η
δασκάλα, ανήμπορη να επιβάλει την τάξη και την ησυχία, βρήκε κάποιο έξυπνο
τρόπο να μας δαμάσει. Έφυγε για λίγο από την αίθουσα και επέστρεψε
κρατώντας μια πολύχρωμη ουρά ενός χαρταετού. Τι χρώματα ήταν εκείνα! Ίσως για
πρώτη φορά βλέπαμε τόσα χρωματιστά χαρτιά!
-Σταυρώστε όλοι τα χέρια σας, μας είπε? όποιος θα μείνει ακίνητος κι
αμίλητος ως το τέλος, θα πάρει την ουρά του χαρταετού.
-Θαμπωθήκαμε εμείς, σταυρώσαμε τα χέρια πάνω στο θρανίο, κλείσαμε το στόμα,
άχνα δεν ακουγόταν, κίνηση καμιά. Η δασκάλα βρήκε την ησυχία της. Καθισμένη
πάνω στην έδρα της παρατηρούσε συνεχώς τους μαθητές της. Από κάποια στιγμή και
μετά αρχίσαμε να ξεσφίγγουμε τα χέρια μας, να κινούμε το κεφάλι μας, να
χασμουριόμαστε. Πόση ώρα μπορεί να παραμείνει ακίνητο ένα παιδάκι! Ένας όμως
απ’ όλους κατάφερε να μείνει ακίνητος και φρόνιμος ως το τέλος: ο Στέργιος ο
Στάθης ήταν ο τυχερός. Εκτός απ’ το φανταχτερό δώρο πήρε κι ένα μεγάλο «μπράβο»
για τη φρονιμάδα του. Πόσο ζηλέψαμε όλοι που δεν ήμασταν εμείς οι τυχεροί για
ένα τόσο μεγάλο δώρο!
Τα παιχνίδια
-Τέσσερα ολόκληρα χρόνια παρέμεινε κλειστό το σχολείο στο χωριό μου κι εμείς
περνούσαμε τις ώρες μας παίζοντας στους δρόμους και στις αυλές των σπιτιών.
Λεφούσι τα παιδιά σ’ όλες τις γειτονιές. Κάθε οικογένεια είχε από τρία έως
οκτώ.
-Το τζαμί ήταν από τ’
αγαπημένα μας παιχνίδια. Παίζονταν με σπασμένα κεραμίδια. Προσπαθούσαμε να
στήσουμε πολλά κομμάτια το ένα πάνω στο άλλο μέσα σ’ έναν κύκλο, πριν προλάβουν
να μας το γκρεμίσουν οι συμπαίκτες μας με το τόπι τους. Για να πετύχουμε ήθελε
τρέξιμο, πήδημα, γρηγοράδα, και στο τέλος γέλια, χαρές, ξεφωνητά και καυγάδες.
-To τσιλίκι παίζονταν με
δύο ξύλα, ένα μεγάλο και ένα μικρό. Με το μεγάλο χτυπούσαμε το μικρό μ’ όση
δύναμη είχαμε κι έτρεχαν οι άλλοι να το φτάσουν. Ήταν μεγάλο σκορ του
παιχνιδιού να πιάσει κανείς το τσιλίκι στον αέρα. Το παιχνίδι χρειάζονταν
μεγάλη κινητικότητα, πολύ τρέξιμο, κι έτσι χωρίς να το καταλαβαίνουμε κάναμε
πολύ καλή γυμναστική.
Την άνοιξη που φύτρωνε το γρασίδι στις αυλές μας παίζαμε ώρες ατέλειωτες
πάνω στην πρασινάδα που έμοιαζε με βελουδένιο πράσινο τραπεζομάντιλο. Κάναμε
τούμπες, γλίστρες, ξάπλες ή καθόμασταν πάνω του και κουβεντιάζαμε. Είχαμε
απεριόριστες αυλές για τα παιχνίδια μας. Είχαμε δρόμους φαρδείς και ατέλειωτους
με καταπράσινα σκιερά δέντρα, κλαίουσες, ακακίες, λεύκες πανύψηλες, που μας
χάριζαν την παχιά σκιά τους και το άρωμα των λουλουδιών τους.
-Τα χειμερινά παιχνίδια ήταν διαφορετικά. Ο χειμώνας παλιά ήταν πολύ βαρύς,
κρύος. Το χιόνι σκέπαζε το χωριό μας επί πολλές μέρες κάθε χρόνο. Ένα χιόνι
κάτασπρο, καθαρό, χωρίς καυσαέρια, που σκέπαζε σπίτια, δέντρα, δρόμους. Κάθε
πρωί οι μεγάλοι έβγαιναν και άνοιγαν δρόμους με το φτυάρι, για να μπορούμε να
περνούμε. Πολλές φορές το τείχος του χιονιού ξεπερνούσε το δικό μας ανάστημα.
Από τα κεραμίδια των σπιτιών κι απ’ τα καλάμια που σκέπαζαν τους στάβλους και
τους αχυρώνες κρέμονταν πελώρια κρύσταλλα σαν σπαθιά. Μ’ αυτά παίζαμε
ξιφομαχία.
-Όταν το κρύο ήταν πολύ τσουχτερό, πάγωναν όλα τα στάσιμα νερά (γκιόλες ) (1), καθώς και το τραφί (2) που περνούσε πίσω
από το σπίτι μας. Ήταν πολύ διασκεδαστικό το παιχνίδι πάνω στους πάγους.
Περισσότερο τα μεγάλα παιδιά και λιγότερο τα μικρά κάναμε ώρες ατέλειωτες
τσουλήθρα πάνω στα παγωμένα νερά και νιώθαμε μεγάλη ευχαρίστηση.
-Άλλοτε, όταν ο καιρός γλύκαινε, περνούσαμε ώρες ατέλειωτες δίπλα στις
γκιόλες που υπήρχαν σ’ όλες σχεδόν τις αυλές, προσπαθώντας να ερευνήσουμε τα
θολά νερά τους. Εκατοντάδες βατράχια στις όχθες τους στέκονταν και μας
παρακολουθούσαν με τα γουρλωμένα τους μάτια και, μόλις τα πλησιάζαμε, έπεφταν
στα νερά και χάνονταν φοβισμένα. Σκοτώναμε τα βατράχια και τους γυρίνους και
καταστρέφαμε τα αυγά τους, χωρίς να ξέρουμε ότι συντελούσαμε κι εμείς στην
καταστροφή του περιβάλλοντος. -Ακόμη θυμάμαι πάντως εκείνη την αδιάκοπη και
διαπεραστική μουσική των βατράχων!
Σε περίπτωση βροχής κλεινόμασταν στο σπίτι. Όλοι σ’ ένα δωμάτιο, εκεί που
υπήρχε το τζάκι ή η θερμάστρα. Αυτό δεν άρεσε καθόλου στις μαμάδες και στις
μεγάλες θείες, που τρελαί-νονταν με τις φωνές και τις αταξίες μας. Η θεία μου η
Χαρ’τώ (3), που είχε μία μόνο κόρη και είχε συνηθίσει στην ησυχία, έπιανε
το κεφάλι της και τ’ αυτιά της για να αντιμετωπίσει εμάς τους τέσσερις (4) και
τα έξι ξαδέλφια μου (5), που παίζαμε πάντα μαζί στο ίδιο σπίτι.
-Τ’ αγόρια έπαιζαν με τις μπίλιες, με κέρματα, με χαρτιά, ενώ εμείς τα
κορίτσια παίζαμε με τα κότσια, έτσι λέγαμε τους αστραγάλους, ή παίζαμε σπιτάκια
με τις κούκλες μας. Όχι βέβαια κούκλες ιταλικές που μιλούν ή περπατούν. Οι
δικές μας κούκλες ήταν πάνινες και φτιαγμένες στο χέρι. Η εξαδέλφη μου (6), που
ήταν μεγαλύτερη, είχε μεγάλη επιδεξιότητα στην κατασκευή τους. Ένα άσπρο πανάκι
γεμάτο βαμβάκι αποτελούσε το κεφάλι. Ζωγράφιζε με μαύρο μολύβι τα
χαρακτηριστικά του προσώπου. Έβαζε πάνινα χεράκια κι ένα μακρύ φόρεμα που το
’φτιαχνε με ένα μεγάλο χρωματιστό πανάκι και έτοιμη η κουκλίτσα… Πόσο τις
χαιρόμασταν εκείνες τις κούκλες!
-Όλα σχεδόν τα παιχνίδια της εποχής εκείνης ήταν κατασκευασμένα από τα ίδια
τα παιδιά. Τα αγόρια έφτιαχναν αυτοκίνητα ή τρένα βάζοντας για τροχούς άδεια
καρούλια ή τενεκεδάκια από κονσέρβες.
-Το κρυφτό και το κυνηγητό ήταν τα αγαπημένα παιχνίδια των
παιδιών τότε, όπως και σήμερα. Οι δυνατότητες δράσης απεριόριστες. Γυρίζαμε όλο
το χωριό, χωρίς να φοβόμαστε ούτε από ατυχήματα – δεν κυκλοφορούσαν τότε
αυτοκίνητα – ούτε από ανθρώπους. Όλοι γνωστοί, συγγενείς, φίλοι μεταξύ μας, μια
κοινωνία κλειστή, που αποτελούνταν μόνο από Καλαμπακιώτες και τα παιδιά τους.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι, την ώρα που γύριζαν οι αγρότες από τα χωράφια
με τα βοϊδάμαξα, περιμένοντας να φανούν οι γονείς μας ανεβαίναμε στα ξένα κάρα
σαν λαθρεπιβάτες, καβαλίκα το λέγαμε αυτό, διασχίζαμε την πλατεία, πηδούσαμε
κάτω, γυρίζαμε πίσω τρέχοντας και ανεβαίναμε σε άλλο κάρο, μέχρι που βλέπαμε
τους γονείς μας, οι οποίοι μας έπαιρναν μαζί τους.
Γκιόλα: λίμνη.
Τραφί: μικρή τάφρος γεμάτη νερό. Εδώ ρυάκι.
Χαρ(ι)τώ, θυγατέρα Χρήστου Αντωνίου, σύζυγος Μαυρουδή Ασλανίδη, του
επιλεγόμενου Γιαλαμά. Η (θετή) της κόρη ήταν η Μαρίκα, σύζυγος Αναστασίου Αζά,
μητέρα του Μαυρουδή Αζά, της Χαριτούλας, συζύγου Κώστα Μαρτιάδη (σήμερα ζουν
στη Χρυσούπολη) και του Χαράλαμπου (σήμερα στη Θεσσαλονίκη).
Τον Χρήστο (+2003), τον Μιχάλη (+2009), την αφηγήτρια Φούλα και τον
μικρούλη Στάθη, που έφυγε πρώτος απ’ τη ζωή (+1983).
Αναφέρεται στα πέντε παιδιά του Κωσταντή Ιωαννίδη και της δεύτερης συζύγου
του Καλλιόπης, που ήταν αδελφή της μητέρας της Κιαράνν’ς (Κυράνθης), τον
Χρήστο, τον Πασχάλη, τον Παναγιώτη, το Δημητρό, την Βενετιά, αλλά και στον
μεγαλύτερο Παντελή, από τον πρώτο γάμο του θείου της με τη Ζωή (Ζηγοπ’γιώ,
δηλαδή Ζωοδόχο Πηγή). Σήμερα (2010) ζουν μόνο ο Πασχάλης (στη Θεσσαλονίκη) και
ο Δημητρός και η Βενετιά, χήρα Γιώργη Τσομπανίδη, στο Καλαμπάκι.
-Η Δέσποινα Καρλάκη, που αργότερα έγινε σύζυγος του πρώτου εξαδέλφου της
αφηγήτριας Μιχάλη Κων. Στράντζαλη. Η μητέρα της Δέσποινας Χρυσάνθη ήταν πρώτη
εξαδέλφη της μητέρας της.
Οι Αγροτικές Εργασίες
-Το καλοκαίρι το χωριό ερήμωνε. Ούτε μεγάλοι ούτε
παιδιά κυκλοφορούσαν στις αυλές και στους δρόμους. Σηκώνονταν όλοι πολύ πρωί
και ξεκινούσαν για το χωράφι. Το ξεκίνημα για τη δουλειά έμοιαζε με πανηγύρι,
καθώς τα βοϊδάμαξα με τις φαμελιές επάνω διέσχιζαν τον κεντρικό δρόμο του
χωριού το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Αργά αργά τα βόδια έσερναν τ’
αμάξια με τους βιαστικούς ανθρώπους, που λαχταρούσαν να φτάσουν όσο πιο
γρήγορα γίνονταν. Πήγαιναν σε διάφορες τοποθεσίες, στ’ Αμπέλια, στο Μεραλίκ’,
στη Βαρεία, στο Τσάλετζικ’, στη Βάλτα.
-Οι κοπέλες και οι νέες γυναίκες φορούσαν άσπρες
χοντρές μαντίλες στο κεφάλι. Φαίνονταν μόνο η μύτη και τα μάτια τους. Δεν
ήθελαν να τις μαυρίσει ο ήλιος. Οι άντρες φορούσαν ψάθινα καπέλα ή τραγιάσκες.
Έτσι, παρόλο που δεν υπήρχε τότε η ενημέρωση για τις καταστρεπτικές ιδιότητες
των ηλιακών ακτίνων, η θεία πρόνοια και το ένστικτο φύλαγαν τους
ανθρώπους από τις δυσάρεστες συνέπειες (1).
-Η ζωή των αγροτών και των παιδιών τους ήταν πολύ
δύσκολη εκείνη την εποχή. Όλες οι δουλειές γίνονταν με το τσαπί, με τον κασμά,
με το δρεπάνι και με τα χέρια: σπορά, τσάπισμα, θέρισμα, μάζεμα καρπών κλπ.
Μηχανήματα δεν υπήρχαν. Το τρακτέρ και τα άλλα τα βλέπαμε μόνο στις εικόνες του
βιβλίου της Γεωγραφίας. Έτσι όργωναν με το πατροπαράδοτο υνί και το αλέτρι,
έσπερναν το σιτάρι με το χέρι στα πεταχτά, το καλαμπόκι, το βαμβάκι, το
μποστάνι, τα φασόλια, το σουσάμι σκυφτοί, για να γεμίσουν τις βραγιές (2)
του χωραφιού.
-Τις νύχτες που έπεφταν να κοιμηθούν οι γεωργοί
ονειρεύονταν βροχές, νερά να ποτιστούν οι σπόροι, να φυτρώσουν τα σπαρτά τους.
Αρδευτικά έργα δεν υπήρχαν ούτε τεχνητές βροχές. Όλα εξαρτώνταν από το θέλημα
του Θεού. Κάθε φορά που σήκωναν ψηλά τα μάτια τους για να δούνε τα σημάδια του
καιρού στον ουρανό, ο νους τους, η ψυχή τους ενώνονταν με το Θεό, που τον
παρακαλούσαν να τους βοηθήσει, να μην πάνε χαμένοι οι κόποι τους.
Γαλήνευαν τότε και σιγουρεύονταν πως ο καλός Θεός θα στείλει τη βροχή, να
μεγαλώσουν τα φυτά τους.
-Το χειμώνα οι δουλειές λιγόστευαν και οι γεωργοί
ξεκουράζονταν. Οι γυναίκες ασχολούνταν με το νοικοκυριό τους, έπλεκαν μάλλινα
ρούχα, κεντούσαν, έραβαν. Οι άνδρες περνούσαν αρκετές ώρες στο καφενείο, όπου
ξεκουράζονταν ή κουβέντιαζαν μεταξύ τους.
-Και οι διαφορετικές απόψεις περί ομορφιάς, αφού οι
γυναίκες έπρεπε να είναι άσπρες και αφράτες, όχι ηλιοκαμένες και αθλητικές όπως
σήμερα.
«Καρίκια» στην κρυονερίτικη διάλεκτο.
Το θέρος ή θερισμός
«Θέρος, τρύγος, πόλεμος», έλεγαν οι
γονείς μας, για να δείξουν ότι θέλει ξεσηκωμό, προσπάθεια, κόπο, υπομονή η
δουλειά του θερισμού. Απέραντες εκτάσεις από χρυσοκίτρινα στάχυα περίμεναν τους
θεριστάδες το μήνα Ιούνιο, που τον έλεγαν τότε και Θεριστή. Γελαστοί και
χαρούμενοι όλοι για τον καρπό που θα μάζευαν άρχιζαν τη δύσκολη αυτή δουλειά.
Όσο πιο χοντροί οι σπόροι μέσα στο στάχυ, τόσο περισσότερη διάθεση και
μεγαλύτερη χαρά. Σκυφτοί, με το δρεπάνι στο ένα χέρι και την παλαμαριά (1) στο
άλλο, θέριζαν το χρυσοκίτρινο στάρι, το έκαναν δεμάτια και τα δεμάτια
τουκουρτζίνια (2) για να τα λιάσει ο ήλιος. Ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι απ’ τα
πρόσωπά τους κι απ’ το σώμα τους, καθώς ο καλοκαιριάτικος καυτός ήλιος τους
πύρωνε από ψηλά με τις ακτίνες του.
Πολλές φορές συγγενικές οικογένειες δούλευαν μαζί (3) στο ίδιο χωράφι, για
να φτουρήσει η δουλειά και για να έχουν παρέα. Τέλειωναν ένα χωράφι, πήγαιναν
στο άλλο. Ήταν πολύ ευχάριστο αυτό για μας τα παιδιά που βλέπαμε, τις θείες και
τους θείους μας, ακούγαμε τις κουβέντες τους, τ’ αστεία τους, τα τραγούδια τους
και παίζαμε με τα ξαδέλφια μας.
Το μεσημέρι κάθονταν όλοι σε μια κουρελού στη σκιά του αμαξιού – αν δεν
υπήρχε δέντρο – κι έτρωγαν το φτωχικό φαγητό που είχαν φέρει από το σπίτι:
Πατάτες μαγειρευμένες και διάφορα τηγανητά της εποχής, ψάρια αλμυρά στο λάδι
και στο ξύδι, σκορδαλιά με μπόλικο νερό να τους δροσίζει, γιαούρτι με νερό, το
αριάνι, για να μαλακώνει το ξερό ψωμί τους, σουρμπίτσα (4), δηλαδή νερό με
ζάχαρη και λίγο ξύδι, και ό, τι άλλο διέθετε ο καθένας. Όλα ήταν τόσο νόστιμα
και τόσο ωραία ύστερα από τόση δουλειά και τόση κούραση, με τα τόσα αστεία και
τα τόσα πειράγματα που ακούγονταν στο τραπέζι…. Μετά πάλι δουλειά, πάλι αγώνας
ως το βράδυ.
Αργά, μετά τη δύση του ήλιου, η δουλειά σταματούσε κι ο καθένας φρόντιζε να
μαζέψει τα σύνεργά του. Κρατώντας όλοι τη μέση τους έριχναν μια τελευταία ματιά
στο θερισμένο στάρι κι ανέβαιναν χαρούμενοι στο αμάξι. Θα ξεκούραζαν όλη τη
νύχτα το σώμα τους και το πρωί θα ξανάρχιζαν τον αγώνα. Καθώς επέστρεφαν αργά
αργά με τα βοϊδάμαξά τους, συναντούσαν φίλους ή συγγενείς που προηγούνταν ή
ακολουθούσαν και κουβέντιαζαν για τις δουλειές τους.
-Σι ποιο χουράφ’
πήγατι σήμιρα;
-Στου Τσάλετζικ’. Ισείς;
-Ιμείς πήγαμ’ στη Βάλτα.
-Στου Τσάλετζικ’. Ισείς;
-Ιμείς πήγαμ’ στη Βάλτα.
Μερικοί αγρότες έμεναν και τη νύχτα στα χωράφια τους, για να φτουρήσει
περισσότερο η δουλειά τους. Ξυπνούσαν πολύ πρωί κι έπιαναν δουλειά με το
χάραμα. Όσοι πήγαιναν αργά στο χωράφι και γύριζαν νωρίς το απόγευμα θεωρούνταν
τεμπέληδες και οι άλλοι τους κορόιδευαν.
-Τιλευταίους έφ’γε ου Φουτάκ’ς, πρώτους γύρ’σε πάλ’ σήμιρα, έλεγαν και
γελούσαν.
Ο θερισμός άρχιζε κατά τα μέσα Ιουνίου και τελείωνε στο τέλος Ιουλίου. Απ’
όλους περισσότερο κουράζονταν οι μανούλες μας, οι οποίες είχαν να φροντίσουν τα
μωρά τους, να πλύνουν κάποια ρούχα, να ζυμώσουν το ψωμί και να φροντίσουν την
καθαριότητα. Αυτές οι ηρωίδες αγρότισσες μητέρες ήταν οι πρώτες εργαζόμενες
γυναίκες του κόσμου, οι οποίες εργάζονταν σκληρά, χωρίς ωράριο, χωρίς
αναγνώριση.
Παλαμαριά: ξύλινο «γάντι»
που άφηνε ελεύθερες τις άκρες των δακτύλων, προστάτευε όμως το εσωτερικό της
παλάμης (φούχτα) από τους τραυματισμούς που μπορούσε να προκαλέσει το καλάμι
του σταριού.
Τουκουρτζίνια: σωροί από
στάχυα μέσα στο χωράφι. Οι θημωνιές ήταν στο αλώνι.
Η πρακτική αυτή λεγόταν «βοθηστό».
Σουρμπίτσα λεγόταν και το
γλυκό κρασί, στο οποίο βουτούσαν πριν το φάνε ξερό ψωμί.
To αλώνισμα
-Πριν από την Κατοχή το αλώνισμα γινόταν με τον πατροπαράδοτο τρόπο. Στο
Μεραλίκ’, που ήταν χώρος κοινοτικός, άνοιγε ο καθένας ένα αλώνι. Το σκούπιζαν
και το καθάριζαν καλά για το αλώνισμα του σιταριού.
Ήταν και το αλώνισμα πολύ κουραστική δουλειά. Ζεμένα τα βόδια στο ζυγό
γύριζαν όλη μέρα γύρω γύρω πάνω στα στάχυα που ήταν στρωμένα στο αλώνι, σέρνοντας
πίσω τους τη βαριά δουκάνα. Η δουκάνα ήταν ένα πλατύ ξύλο (1) με δόντια
από κάτω, για να τεμαχίζει τα στάχυα. Ο γεωργός με την ψάθα του, όρθιος πάνω
στη δουκάνα, κρατούσε το σχοινί και οδηγούσε τα ζώα να κάνουν σωστά τη δουλειά
τους. Εκατοντάδες γύροι πάνω στο σιτάρι που βρίσκονταν μαζί με το καλάμι του
μέσα στο αλώνι έπρεπε να γίνουν έως ότου χωρίσει το σιτάρι από το άχυρο.
-Εμείς τα παιδιά το βρίσκαμε πολύ διασκεδαστικό το αλώνισμα. Τρέχαμε πάνω
στα στάχυα κι ανεβαίναμε στη δουκάνα να μας γυρίζει γύρω γύρω – αυτό το λέγαμε
καβαλίκα. Μας φαίνονταν πολύ αστείο, όταν η μάνα μας έτρεχε με το φτυάρι να
μαζέψει τις κοπριές των ζώων, πριν πέσουν κάτω και βρωμίσουν το σιτάρι. Σε κάθε
αλώνι πεντέξι πιτσιρίκια περνούσαν ευτυχισμένα τις ώρες τους κάτω απ’ τον καυτό
ήλιο.
-Δεν ξέρω ποιον θα ’πρεπε να λυπάται κανείς περισσότερο, τους γεωργούς, τις
γυναίκες τους, τα παιδάκια τους ή τα ζώα τους, που ήταν κι αυτά αξιολύπητα,
καθώς έτριβαν με τα πόδια τους και το βάρος τους το σιτάρι. Οι αγρότες
αγαπούσαν τότε πολύ τα ζώα τους, κυρίως τα βόδια, που τα θεωρούσαν βοηθούς και
συνεργάτες στις δουλειές τους. Δεν έτρωγαν αυτοί, αν δεν έδιναν πρώτα τροφή στα
ζώα τους. Είδα με τα μάτια μου αγρότη να κλαίει, γιατί ήταν άρρωστο το ζώο του.
-Παρέλειψα να αναφέρω και ένα άλλο εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι αγρότες
στο αλώνισμα, το γιουβαρλάκι. Ήταν ένας πέτρινος κύλινδρος, χονδρός και
βαρύς, που περιστρέφονταν σε άξονα και πατούσε τα στάχυα. Τον έσερναν κι αυτόν
τα καϋμένα τα ζώα ώρες πολλές μέσα στο αλώνι, για να πέσουν πιο γρήγορα και
αποτελεσματικά οι σπόροι του σταριού.
-Το απόγευμα που έβγαινε το αεράκι τα ζώα ελευθερώνονταν από το ζυγό για να
ξεκουραστούν και να φάνε. Οι άνθρωποι όμως είχαν πολλή δουλειά ακόμη. Χώριζαν
το στάχυ από το σιτάρι, που το έκαναν στοίβα στη μέση του αλωνιού. Έπιαναν τότε
όλοι τα πλατιά τους φτυάρια και άρχιζαν το λίχνισμα. Καθώς πετούσαν με τέχνη το
σιτάρι προς τα πάνω, ο αέρας έπαιρνε τα άχυρα και τα χώματα που υπήρχαν στη
στοίβα κι άφηνε μόνο το σιτάρι, βαρύ και καθαρό, να πέφτει στα πόδια του αγρότη.
Το λίχνισμα επαναλαμβάνονταν πάλι και πάλι, μέχρις ότου οι σπόροι του σταριού
απαλλαγούν από τα άχυρα ή τα χώματα που περιείχαν. Γίνονταν τότε ένας σωρός από
καθαρό σιτάρι στη μέση του αλωνιού και εν συνεχεία το έβαζαν στα τσουβάλια,
δηλαδή στα σακιά.
-Ο ήλιος βασίλευε, το σούρουπο έπεφτε, όταν οι αγρότες κουρασμένοι και
ταλαιπωρημένοι μάζευαν τα πράγματά τους, τα παιδιά τους, τα ζώα τους και με το
πολύτιμο φορτίο στο αμάξι τους, που ήταν το σιτάρι της ημέρας, έφευγαν για το
σπίτι τους. Αυτό γίνονταν μέρες πολλές, ίσως και μήνες, για όσους είχαν
περισσότερη σοδειά. Δεν προλάβαιναν να ξεκουραστούν όλη τη νύχτα κι άλλη μέρα
πιο δύσκολη και πιο κουραστική ξημέρωνε γι’ αυτούς.
-Είχε το μέγεθος πόρτας και τα δόντια της ήταν από πυριτόλιθο.
Άλλες καλλιέργειες
-Η γη στο Καλαμπάκι είναι παραγωγική. Σχεδόν όλα τα
προϊόντα ευδοκιμούν εκεί χωρίς να ποτίζονται, διότι η υγρασία που υπάρχει δεν
αφήνει τα φυτά να ξηραθούν ούτε το καλοκαίρι. Στους μπαξέδες που είχαμε μέσα
στις αυλές μας υπήρχαν όλων των ειδών τα οπωροφόρα δέντρα που άντεχαν στο κλίμα
το ψυχρό της Μακεδονίας.
-Έτσι δεν μας έλειπαν τα καλοκαιρινά φρούτα, όπως τα
μούρα (1), τα βύσσινα, τα κεράσια, τα βερύκοκα (2), τα ροδάκινα, τα κυδώνια και
άλλα. Μερικά απ’ αυτά λιάζονταν στον ήλιο ή γίνονταν γλυκά ή κομπόστες (3) για
να διατηρηθούν, Γιατί δεν υπήρχαν τότε ψυγεία. Στα χωράφια οι αγρότες φύτευαν
μποστάνια, που έκαναν πελώρια καρπούζια ή γλυκά πεπόνια, όχι μόνο για δική τους
χρήση αλλά και για πούλημα, που τα διοχέτευαν στην αγορά της Δράμας.
-Όλοι σχεδόν είχαν το δικό τους αμπέλι σε μια ορισμένη
περιοχή (4) που ήταν κατάλληλη γι’ αυτή την καλλιέργεια. -Έτσι τρώγαμε πολλά
σταφύλια , άσπρα, μαύρα, κόκκινα, είχαμε όλοι το κρασί μας μέσα στα κόκκινα
βαρέλια και το ούζο επίσης δικό μας.
-Υπήρχαν στο χωριό μου αποστακτήρες, καζάνια
(5) τα έλεγαν, όπου έριχναν τα στέμφυλα, τα απομεινάρια δηλ. των σταφυλιών μετά
το τράβηγμα του κρασιού, και διά της αποστάξεως έπαιρναν αγνό και δυνατό
τσίπουρο. Φρόντιζαν μέσα στο καζάνι να ρίχνουν κυδώνια ή μυρωδικά και τότε το
τσίπουρο γινόταν μυρωδάτο.
-Ακόμη σ’ άλλη περιοχή, στο Κουρί, που ήταν κοντά στο
δάσος, φύτευαν πολλές ντομάτες για σαλάτα. Το χωράφι μας σ’ αυτή την περιοχή
έδινε πρώτης κατηγορίας ντομάτες χωρίς φάρμακα, χωρίς λίπασμα και χωρίς
πότισμα. Μεγάλες, στρογγυλές, κόκκινες σαν μήλα ήταν τόσο νόστιμες και ωραίες,
που δεν έχω ξαναφάει όμοιές τους από τότε και σε κανένα μέρος της Ελλάδος.
Σχεδόν κάθε μέρα γεμίζαμε ένα κάρο με τελάρα και τα πηγαίναμε στη Δράμα. Η τιμή
της ντομάτας όμως ήταν εξευτελιστική τότε, γιατί δεν υπήρχαν τα μέσα να φύγει η
ντομάτα στις μεγάλες πόλεις ή στο εξωτερικό και πολλές φορές δεν έδιναν τίποτε
τα μονοπώλια ούτε υπήρχαν εργοστάσια να τις κονσερβοποιήσουν.
-Άλλα προϊόντα ήταν το βαμβάκι, το σουσάμι, τα όσπρια,
τα λαχανικά που καλλιεργούσαν για δική τους χρήση οι αγρότες. Οι πατάτες, τα
φασόλια, οι φακές ήταν απαραίτητα προϊόντα για όλα τα σπίτια. Οι νοικοκύρηδες
έπρεπε να έχουν στην αποθήκη τους απ’ όλ’ αυτά, για να περάσουν το χειμώνα
χωρίς ελλείψεις.
-Χρήματα δεν κυκλοφορούσαν πολύ πολύ, γιατί δεν
υπήρχαν. Όλοι σχεδόν ήμασταν φτωχοί, γιατί δεν υπήρχαν μισθοί και συντάξεις.
Όσοι είχαν χρήματα, τα έκρυβαν για ώρα ανάγκης. Είχαν συνηθίσει να ζουν φτωχικά
και τα χρήματα, που τα είχαν πολύ λίγοι, τα έκαναν λίρες και γέμιζαν ντενεκέδες
ή τσουκάλια, για να μπορούν να τα κρύψουν. Ο φόβος και η αβεβαιότης για το
μέλλον, καθώς και τα δεινά της προσφυγιάς έκαναν τους ανθρώπους δισταχτικούς
και φοβισμένους.
Μούρα: τα έλεγαν σκάμ(π)να και τη μουριά σκαμ(π)νιά,
προφανώς από το συκαμιά.
Τα βερύκοκα τα έλεγαν τζαρτζαλούδες.
Η κομπόστα λεγόταν χουσάφ.
Η περιοχή λεγόταν Αμπέλια και βρισκόταν προς το Δοξάτο
και την Καβάλα.
-Η αφηγήτρια θυμάται το καζαναριό του θείου της
Κωσταντή Ιωαννίδη (Μουστακά) στο διπλανό ακριβώς οικόπεδο.
Επιμέλεια: Κυράνθη Χρ.
Στράντζαλη
http://www.politismoskalabaki.gr/category/005/007/
1 σχόλιο:
Πολυ κατατοπιστικο
Χρειαζομαστε τετοιες μαρτυριες για να καταλαβαινουμε πως ηταν η ζωη τοτε
Συγχαρητηρια σε οποιον το ψηφιοποιησε
Αγγελος Καρδαμηλας
Δημοσίευση σχολίου