Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

Η γεωργία ως επάγγελμα ανά τους αιώνες.



 -Ο νόμος των κάμπων

Όταν οι Πλειάδες, οι θυγατέρες του Άτλαντα, αρχίζουν να ανεβαίνουν  στον ουρανό, ξεκινά το θερισμό σου, και το όργωμα όταν  πια γέρνουν προς τη δύση τους. Σαράντα νύχτες και ημέρες  κρυμμένες και παρουσιάζονται ξανά με το γύρισμα του χρόνου  όταν πιάσεις να πρωτακονίσεις το δρεπάνι σου. Αυτός είναι των κάμπων, ο νόμος που έχουν όσοι ζουν κοντά στην θάλασσα και  κατοικούν την πλούσια γη, φαράγγια δασωμένα και παχιά χωράφια :  Γυμνός να σπέρνεις και γυμνός να οργώνεις και γυμνός να θερίζεις , αν θέλεις όλα της Δήμητρας τα δώρα να σοδειάζεις στη σωστή τους εποχή κι όλοι οι καρποί να σου ωριμάζουν με τι τους. Γιατί αλλιώς, θα βρεθείς πιο ύστερα σ' ανάγκη και θα γυρίζεις  ζητιανεύοντας τις ξένες πόρτες, αλλά κανείς δεν θα σου δίνει τίποτε.

(Ησιόδου: Έργα και Ημέραι)
      

-Η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αμπελουργία, η αλιεία. καπνοκαλλιέργεια, η μελισσοκομία και η κροκοκαλλιέργεια οι βασικές εργασίες με τις οποίες ασχολήθηκε ο άνθρωπος από τότε που εμφανίσθηκε στο χώρο αυτό και συνεχίζει να ασχολείται και σήμερα.

-Τώρα που η ζωή μας άλλαξε τόσο πολύ είναι καιρός να τα ανιστορήσουμε για να μη διαβούν το κατώφλι της μνήμης και ξεχασθούν ολότελα.

-Όλα τα εκθέματα του χώρου αυτού μας θυμίζουν την παλαιά απλοϊκή και αγνή αλλά τραχεία αγροτική και ποιμενική ζωή με όλα τα καλά της κι όλες τις δυσκολίες της. Με τις αγωνίες και τις λύπες της, με τα βάσανα και τους καημούς της· με τα γλέντια και τα χαροκόπια της· με τις χαρές και τα πανηγύρια της· με τα τραγούδια και τα μοιρολόγια της.

-Θυμίζουν του θεριστή τη δύσκολη δουλειά στου κάμπου το λιοπύρι, του αλωνιστή τη σκόνη και τον κουρνιαχτό, του καπνοφύτη τον αγώνα το σκληρό, του τρυγητή τα γέλια και τις χαρές. Θυμίζουν τις πρώτες μέρες του Οκτώβρη και του Νοέμβρη, μετά τα πρωτοβρόχια, τα αγόρια και τα κορίτσια, τους άντρες και τις γυναίκες να παίρνουν το δρόμο για τα χωράφια, πρωί πρωί πριν βγει ακόμα ο ήλιος με τα καλάθια για το μάζεμα του κρόκου. Θυμίζουν του μελισσοκόμου τις αγωνίες και του γέρο- ψαρά το "πιάτο, που δέκα φορές είναι αδειανό και μια φορά γεμάτο". Κι ακόμα θυμίζουν τα πλάγια των βουνών, όπου γλυκόηχα αντιλαλούσαν τα κυπροκούδουνα των κοπαδιών και μελωδικά έπαιζε η φλογέρα του τσοπάνου, καθώς αγνάντευε από την ψηλή ραχούλα τη βεργολυγερή καλή του να ροβολάει στη στάνη.



Όργωμα και σπορά

Το σιτάρι είναι η βασική τροφή για τον άνθρωπο. Η μυθο­λογία αναφέρει ότι την καλλιέργεια του τη δίδαξε η θεά Δήμητρα στον Τριπτόλεμο για να ευχαριστήσει τον πατέρα του, βασιλιά της Ελευσίνας, που τη φιλοξένησε.

-Ο Ησίοδος στο βιβλίο του "Έργα και Ημέραι", (στ. 436-441 και 458-461, μετάφραση Α. Ι. Γαβρίλη) συμβουλεύει τον αγρότη για το όργωμα και τη σπορά τα εξής: 

"Και να αποχτήσεις ένα ζευγάρι βόδια αρσενικά, ενιαχρονίτικα' τέτοιων καματερών η δύναμη δύσκολα κόβεται, μια και βρίσκονται πάνω στην ακμή τους. Είναι για το όρ­γωμα τα πιο καλά. Δεν μαλώνουν πάνω στ' αυλάκι, ώστε να τσακίσουν τ' αλέτρι και ν' αφήσουν στην μέση την δουλειά. Κι ας τα ακολουθεί άντρας σαραντάχρονος και δυνατός, που να 'χει φάει καρβέλι τετραχάραγο, ολόκληρο στην καθησιά του. Τούτος θα τραβήξει ίσια την αυλακιά, συγκεντρωμένος καθώς θα 'ναι στην δουλειά του, αφού δεν θα γυρεύει με τη ματιά τους συνομήλικους και με την ψυχή του όλη το όργωμα θα προσέχει. Ο πιο νέος απ' αυτόν διόλου δεν είναι άξιος να απλώσει σωστά το σπόρο αποφεύγοντας τη διπλή σπορά στα ίδια μέρη. Γιατί, αν είναι νεαρός, τον νου του θα 'χει στις παρέες.

-Και μόλις η πρώτη ημέρα έλθει της σποράς για τους θνη­τούς, τότε ρίξου χωρίς ανάσα στην δουλειά, εσύ κι οι δούλοι σου μαζί, κι όργωνε κάθε χωράφι, στεγνό ή νοτερό, την ώρα που πρέπει, πιάνοντας με το χάραμα το μεροκάματο. Έτσι θα πλημμυρίσει στον καρπό η γη σου. Κάνε ένα γύρισμα του χωραφιού την άνοιξη κι αν πάλι το διβολίσεις το κατακαλόκαιρο, δεν θα σ' αφήσει παραπονεμένο. Και ρίξε την σπορά στην αφημένη χέρσα γη, όταν ακόμη είν' αφράτο το χώμα· το χέρσο χωράφι διώχνει την μιζέρια και μερώνει το πεινασμένο κλάμα των παιδιών."


-Ο τρόπος καλλιέργειας του σιταριού δεν άλλαξε από τότε μέχρι σήμερα, παρά μόνο στα μέσα, που μεταχειρίζεται ο γεωργός. Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν τις γεωργικές ασχολίες με τα πατροπαράδοτα εργαλεία, που σήμερα δεν χρησιμοποιούνται. Πρωταγωνιστής το Ησιόδειο άροτρο ζεμένο βασικά σε βόδια και κάπου - κάπου σε άλογα ή μουλάρια.

-Με τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές γίνεται το όργωμα του χωραφιού. Κι ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και το υψόμετρο του τόπου ο καλός ζευγάς αρχίζει το δύσκολο αγώνα της σποράς λίγο πριν από τον Αι Δημήτρη (26 Οκτωβρίου) και μέχρι τον Άι Γιώργη το σποριά (3 Νοεμβρίου) το αργότερο. "Οκτώβρης και δεν έσπειρες λίγα σιτάρια θα κάμεις"υπενθυμίζει η λαϊκή παροιμία.

  -Φτάνοντας εκεί, ξεφορτώνει το σπόρο, ζεύει τα βόδια στο ζυγό και συνδέει σ' αυτόν τ' αλέτρι με το "κλούρι". Σπάζει κατόπιν σε σχήμα σταυρού τη μπουγάτσια του ψωμιού επάνω στο ζυγό, δίνει από ένα κομμάτι στα βόδια του για να 'ναι ευλογημένα και την υπόλοιπη τη βάζει στο τροβά για το μεσημεριανό φαγητό του. Ύστερα γυρίζει προς την ανατολή. Κάμνει το σταυρό του, λέγοντας "καλό καρπό να μας δώσει ο Θεός" κι αρχίζει τη δουλειά.

-Χαράζει πρώτα το χωράφι σε σποριές, - παράλληλες λουρίδες πλάτους δέκα βημάτων (δρασκελιές) - για να πέσει ο σπόρος ομοιόμορφα. Όταν τελειώνει το χάραγμα, παίρνει το σάκκο της σποράς στον αριστερό του ώμο και με σταθερό το δεξί του χέρι πετά το σπόρο, πηγαινοερχόμενος, ώσπου γεμίζει τη σποριά. Κι ύστερα πιάνοντας τ' αλέτρι με το ένα χέρι και με το άλλο την αξυάλη - τη βουκέντρα - δίνει το πα­ράγγελμα στα βόδια του: "Όι - Όι - πα - πα - πα, άιντε κοκκνη, άιντε καρά μου".



  -Κι εκείνα αδερφωμένα ξεκινούν, τραβούν το βαρύ αλέτρι κι ο ιδρώτας τους αναβλύζει, καθώς πηγαινοέρχονται αργοβαδίζοντας στην νοτισμένη γη του χωραφιού. Τρίζει τ' αλέτρι στη βραδυκίνητη διαδρομή κι ακούγονται κουρασμένες οι ανάσες των βοδιών. Πίσω τους σκίζεται το χώμα σε αυλακιές και σκεπάζεται ο σπόρος.



Το μεσημέρι σταματά την εργασία για λίγη ξεκούραση και φαγητό. Τρέφει τα βόδια του με φύλλα καλαμποκιού και λίγο από το ψωμί του και τρώγει κι εκείνος το λιτό φαγητό του. Τελειώνοντας με καινούριο κουράγιο ξαναρχίζει την εργασία του. Κι όταν ο ήλιος πάει να βασιλέψει, σταματά με τ' αλέτρι στραμμένο προς την ανατολή, ξεζεύει τα βόδια του και μα­ζεύει τα σύνεργα του για την επιστροφή στο σπίτι. Κατάκοπος από τη σκληρή ολοήμερη εργασία αλλά βαθιά ικανοποιημένος από την απόδοση της, ξεκινώντας με τα βόδια του για το χωριό, καβάλα στο ξεκούραστο γαίδουράκι του, αρχίζει το τραγούδι του που αντιλαλεί στα γύρω βουνά και στις λαγκαδιές.

-Τις επόμενες μέρες συνεχίζει την επίπονη εργασία ώσπου να τελειώσει η σπορά όλων των χωραφιών του, από την οποία περιμένει πλούσιο καρπό για να ανταμειφθούν οι κόποι του.

           
                  
 Η παράκληση για βροχή

"Ο γεωργός θέλει βροχή κι ο κεραμάρης ξέρα."

"ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ"

-Η βροχή κατά τους δύο ανοιξιάτικους μήνες, Απρίλιο και Μάιο, αλλά και το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου στην ύπαιθρο χώρα είναι θεία ευλογία για τα σπαρτά, τα δέντρα και τα χορτάρια. Απ' αυτή περιμένει ο γεωργός να εξασφαλίσει το ψωμί της χρονιάς του και την τροφή για τα ζώα του. Κι όταν τους μήνες αυτούς της άνοιξης τύχει μεγάλη ξηρασία ο Έλληνας αγρότης δεν κρύβει την αγωνία του.

-Κάθε πρωί υψώνει τα μάτια του προς τον ουρανό, συμβουλεύεται τ' άστρα, το φεγγάρι, τον ήλιο, ακόμη και τους γέρους, τα πουλιά, τα ζώα και η στενοχώρια του μεγαλώνει όταν το μάντεμα του καιρού δεν του δίνει καμιά ελπίδα.

-Σε τέτοιες περιπτώσεις ανομβρίας οι αρχαίοι επικαλούνταν τον πατέρα των θεών, τον νεφεληγερέτη Δία, που κατοικούσε στις κορυφές του Ολύμπου, κρυμμένος μέσα στα σύννεφα, και κρατούσε φυλακισμένη τη βροχή. Και με την επικράτηση του Χριστιανισμού ο κόσμος κατέφευγε  στη "Λειτανεία".


             

                                                             Η Λιτανεία.

-Όταν η ξηρασία εξακολουθούσε και τα σπαρτά κινδύνευαν να καταστραφούν τότε ο κόσμος κατέφευγε στη λιτανεία. Ο παπάς του χωριού ειδοποιούσε τους κατοίκους από την προηγούμενη μέρα και συγκεντρώνονταν όλοι, μικροί και μεγάλοι, στην εκκλησία τους. Τις πρώτες απογευ­ματινές ώρες ο παπάς λαμπροφορεμένος με τα ιερά του άμ­φια και κρατώντας την εικόνα της Παναγίας στο χέρι προπορεύονταν απευθύνοντας ικετήριες παρακλητικές ευχές και δεήσεις στον Πανάγαθο Θεό για την ανομβρία:

-Πίσω από τον παπά ακολουθούσαν τα παιδιά με τα εξαπτέρυγα, το λάβαρο και τους φανούς και παραπίσω όλος ο λαός, λέγοντας ομαδικά, ρυθμικά και λυπητερά, σε κάθε δέηση το "Κύριε ελέησον". Η λιτανεία έκαμνε το γύρο του χωρι­ού, περνώντας από τα εξωκκλήσια κι όταν συμπληρώνονταν ο κύκλος στο τελευταίο εξωκκλήσι ασπάζονταν όλοι την εικόνα της Παναγίας με ευλάβεια και πίστη και την τοποθετούσαν στο εικονοστάσι της. Και η ευλογία του Θεού δεν αργούσε να Φανεί. Οι κρουνοί του ουρανού άνοιγαν και τα σπαρτά αναζωογονούνται.
  -Η αποτροπή του χαλάζιου. Όσο επιθυμητή είναι η βροχή για τους γεωργούς, τόσο ανεπιθύμητο είναι το χαλάζι για την καταστροφή, που προκαλεί. Για να αποφύγουν οι αγρότες τις καταστρεπτικές συνέπειες του και να αποτρέψουν το πέσιμο, χάραζαν σταυρό στους κορμούς των δέντρων, που ήταν στα χωράφια τους ή κάρφωναν έναν ξύλινο σταυρό στα μεγάλα δέντρα, γύρω από το χωριό, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Όταν πρόκειται να πέσει χαλάζι ακούγεται μεγάλη βοή Στην περίπτωση αυτή χτυπούσαν τις καμπάνες και σταυροκοπιούνταν για να το απομακρύνουν. Όταν άρχιζε να πέφτει το χαλάζι έδιναν στο μικρότερο παιδί της οικογένειας, το σουγκάρι, να καταπιεί τρία σπυριά αλάτι και το χαλάζι σταματούσε.
-Για να μη καταστραφούν τα γεννήματα κι ο μόχθος του αγρότη "απόδεναν" το χαλάζι. Την ώρα, δηλαδή, που άρχιζε να πέφτει, έβγαζαν έξω στη στέγη του σπιτιού μια πυροστιά, που κατά τη λαϊκή φαντασία αποκτούσε από τη φωτιά θεϊκή - μαγική - αποτρεπτική δύναμη, και την τοποθετούσαν ανάσκελα. Έπαιρναν κι ένα μαυρομάνικο μαχαίρι, έβγαιναν έξω στο μπαλκόνι του σπιτιού, χάραζαν με αυτό τρεις φορές το σταυρό στον αέρα, σχημάτιζαν την πεντάλφα στη στέγη του μαγειρείου και κάρφωναν το μαχαίρι στη μέση. Θυμούμαστε ακόμα τον μακαρίτη παππού μας με πόση γρη­γοράδα και βιασύνη έκανε αυτή την αποτρεπτική - μαγική τε­λετουργία, την ώρα που άρχιζε να πέφτει το χαλάζι, ενώ νο­ερά το εξόρκιζε τρεις φορές, λέγοντας πρώτα: "Εις το όνο­μα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν.", συνέχιζε με το "Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος" και τελείωνε με την αποτρεπτική φράση "Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά", κάνοντας με την κόψη της παλά­μης του το σημείο του σταυρού στη θέση, που έμπηγε το μα­χαίρι.

                                         Ο θερισμός

"Κι έβαζε ακόμα χτήμα απάνω τον βασιλικό, κι αργάτες
θέριζαν, κοφτερά στα χέρια τους φουχτώνοντας δρεπάνια·
άλλα χερόβολα σωριάζονταν στο χώμα αράδα αράδα
κι άλλα τα δέναν με ασταχόσκοινα γερά οι
δεματιαστάδες·

κι ήτανε τρεις πον τα δεμάτιαζαν, και πίσω τονς αγόρια

τρέχαν, μάζευαν τα χερόβολα, στην αγκαλιά τα παίρναν,

και τα 'διναν πιο πίσω ...

Κάπου πιο πέρα οι κράχτες σύνταζαν κάτω από δρυ το

γιόμα· βόδι τρανό είχαν σφάξει κι έψηναν με προθυμία, κι οι

δούλες σωρό το αλεύρι το άσπρο εζύμωναν, να φαν οι θεριστάδες. (Ομήρου Ιλιάς Σ, στ. 550-556 και 558-560. Μετάφραση: Ι. Κακριδή - Ν. Καζαντζάκη)




Ο Θερισμός στου κάμπου το λιοπύρι.

-Όταν πάλι το σαλιγκάρι ανεβαίνει από την γη στα δέντρα, ζητώντας προστασία από την ζέστη που φέρνουν οι Πλειάδες,τότε πια δεν είν' άλλο καιρός να σκάβεις τα αμπέλια. Πρέπει τότε ν' ακονίζεις τα δρεπάνια σου και τους υποταχτικούςσου να κεντρίζεις για δουλειά. Μην αποζητάς τους ίσκιους και τον πρωινό ύπνο, όταν φθάσει η ώρα για τον θερισμό, την εποχή που ο ήλιος ψήνει το δέρμα.
-Τέτοιες στιγμές πρέπει να βιάζεσαι και να κουβαλάς τον καρπό στις αποθήκες, πιάνοντας χαράματα δουλειά, για να έχεις το βιός σου ασφαλισμένο. Γιατί με την αυγή φεύγει το ένα τρίτο της δουλειάς, με την αυγή πηγαίνει κανείς καλύτερα στον δρόμο, προκόβει και στο μεροκάματο, με την αυγή, που μόλις φανεί, βγάζει τόσους ανθρώπους ξαφνικά στους δρόμους και τόσα βόδια βάζει στο ζυγό".
(Ησιόδον: Έργα και Ημέραι, στ. 571-581. Μετάφραση: Α. Ι. Γαβρίλη)

  -Όταν τα στάχυα κιτρινίσουν σαν το κυδώνι τότε το σιτάρι είναι ώριμο και πρέπει ν' αρχίσει ο θερισμός. Αυτό στον τόπο μας γίνεται τον Ιούλιο, γι' αυτό κι ο μήνας λέγεται "Θεριστής".
-Οι θεριστάδες ετοίμαζαν τα εργαλεία του θερισμού, δρεπάνια, ακονόπετρες και παλαμαριές, ετοίμαζαν και τα δεματικά από βριζαμιά για να δέσουν τα δεμάτια.
-Οι άντρες με την ισκιάδα - πλατύγυρο ψάθινο καπέλο στο κεφάλι κι οι γυναίκες με τη μπαρμπούλα (μαντήλι) στο πρόσωπο, πρωί με τη δροσιά ξεκινούσαν για τα χωράφια τους. Εκεί έμπαιναν με τη σειρά κι έπαιρνε ο καθένας τον όργο του. Στο δεξί χέρι κρατούσαν το δρεπάνι και στ' αριστερό έβαζαν την παλαμαριά στα δάκτυλα, που προστάτευε το χέρι και βοηθούσε να πιάνουν μεγαλύτερες χεριές.
-Πρώτος άρχιζε ο πρωτεργάτης, που ήταν ο πιο καλός κι έμπειρος θεριστής της ομάδας. Προτού αρχίσει, γυρνώντας "καταηλιού", έκανε το σταυρό του λέγοντας: "Αιντε στ' όνο­μα του Θεού! Καλοξόδιαστα και τυχερά! Τ' χρόν' πλειότερα! Χίλια κιλά να δώσ' ου Θεός. Αφεντικό! (το κιλό 22 οκάδες). Αμήν! Γεια στα χέρια σας. Και δύναμη να σας δίν' ου Θιός" απαντούσε τ' αφεντικό.
-Κι ο πρωτεργάτης άρχιζε και θέριζε τόσο, όσο μπορούσε να φτιάσει ένα δεμάτι. Βάζοντας τις χεριές επάνω στ' ανοιχτό δεματικό, τις έδενε κι έστηνε όρθιο το πρώτο δεμάτι με τα στάχυα κοιτάζοντας τον ουρανό. Το πρώτο αυτό δεμάτι, που το στόλιζαν με παπαρούνες κι αγριολούλουδα, θα έστεκε όρθιο σ' όλη τη διάρκεια του θερισμού σαν προσφορά και θυσία του γεωργού στο Θεό, όπως έκαναν και οι αρχαίοι ικετεύοντας τη γη να είναι πάντοτε καλή κι απλόχερη μαζί τους.

  -Τ' αφεντικό κερνούσε τους θεριστάδες κι όλοι μαζί με τραγούδι άρχιζαν το θερισμό, αφήνοντας κάτω τις χεριές, που σχημάτιζαν τόσες σειρές, όσοι ήταν κι οι θεριστάδες. Ο μπακλατζής από κοντά έδενε τα δεμάτια με τον κλιτσινίκο, ξύλο λεπτό ως τριάντα πόντους, λίγο γυριστό και μυτερό στην άκρη.

-Καθώς η μέρα προχωρούσε, η ζέστη δυνάμωνε κι ο ιδρώ­τας έσταζε από τα πρόσωπα, ενώ τα άγανα γρατσούνιζαν τα χέρια. Όλη την ώρα ακουγόταν ο μεταλλικός ήχος των δρε­πανιών πάνω στην καλαμιά.

-Το μεσημέρι, όταν η ζέστη γινόταν αφόρητη, κάθονταν όλοι στον ίσκιο κάποιου κοντινού δέντρου για να ξεκουραστούν και να φάνε το φαγητό που ετοίμαζε η νοικοκυρά μαζί με το δροσερό σκορδάρι (ξίδι, σκόρδο κοπανισμένο και κρύο νερό). =άπλωναν μετά να κοιμηθούν για λίγο ώσπου να πέσει η ζέστη. Κι όταν ξυπνούσαν, αφού τρόχιζαν τα "λελέκια τους" (δρεπάνια) με το λαδάκονο, άρχιζαν τη δουλειά με το τραγούδι: 

"Κάτω στους τρανούς τους κάμπους και στα πράσινα λιβάδια

έσπειρα σπυρί σιτάρι, φύτρωσε μαργαριτάρι

κι έβαλα περ' σους εργάτες, έβαλα κι ένα λεβέντη

νια να δένει τα δεμάτια."

-Πολλά ήταν τα τραγούδια του θέρου. Τα θέματα τους ήταν παρμένα από τα βάσανα και τις πίκρες τής ζωής, από τους πόθους, τήν αγάπη και τον έρωτα.

Το μεροκάματο κρατούσε από τα χαράματα μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Κι οι θεριστάδες αποκαμωμένοι από την κούραση τις απογευματινές ώρες, παρακαλώντας το ήλιο να βα­σιλέψει γρήγορα,τραγουδούσαν:

"Ήλιε μ' τι αργοπόρησες, τι αργείς να βασιλέψεις;

σε καταργιέτι η αργατιά απού ξενοδουλεύει".

-Κι όταν ο ήλιος βασίλευε κι ήταν η ώρα να φύγουν, έκα­ναν με στάχυα ένα σταυρό, τον σκέπαζαν με πλάκα για να μη φυσήξει και τον πάρει ο αέρας και στο σημείο αυτό σταματούσαν το θέρισμα.

-Την άλλη μέρα, που συνέχιζαν το θερισμό στο ίδιο χωράφι, έβγαζαν το σταυρό από την πλάκα, τον έβαζαν σε μια χεριά, και κάνοντας πάλι το σημείο του σταυρού για να έχουν τη βοήθεια του Θεού, άρχιζαν τη δουλειά τους.

-Κι έτσι δουλεύοντας έφτανε η τελευταία μέρα του θερισμού, η οποία έπαιρνε χαρούμενο και πανηγυρικό χαρακτήρα. Στο τελευταίο χωράφι που θέριζαν άφηναν ένα μέρος αθέριστο για να κάνουν το "δράκο" κι έβγαιναν στον ίσκιο όπου ξάπλωναν λίγα λεπτά "για να βάίσουν τα σπαρτά της επόμενης χρονιάς από το βάρος των καρπών τους". Σε λίγο σηκώνονταν με τα δρεπάνια και τις παλαμαριές κι έστηναν χορό γύρω από το δράκο. Ο πρωτοθεριστής, μπαίνοντας μέ­σα στο αθέριστο κομμάτι, ξερίζωνε τα πιο ψηλά και μεστωμένα στάχυα και τα έδινε στα κορίτσια για να πλέξουν το "Χτένι"και το "Σταυρό". Και τα κορίτσια άρχιζαν να πλέκουν με τέχνη τραγουδώντας:

"Το δράκο μας τον πλέκουμε

κυρά μας κοσκινίζει

να φκιάσει πίττα και γλυκό

να σφάξει κοκοτσέλια".

 -Υστερα οι θερισταδες άρχιζαν να θερίζουν το δράκο (δραξιά, δρακιά, χεριά). Γέμιζαν καλά τις παλαμαριές με μεγάλες χεριές για να γίνει χοντρό και βαρύ το δεμάτι του δράκου. Όσο γεμάτες ήταν οι χεριές τόσο πολύ και βαρύ θα ήταν το σιτάρι του νοικοκύρη την επόμενη χρονιά. Ο μπακλατζής (δεματάς) έδενε το δεμάτι, το έστηνε όρθιο και οι άλλοι το στόλιζαν με αγριολούλουδα και παπαρούνες. Το δεμάτι αυτό το έριχνε ο νοικοκύρης στ' αλώνι που προοριζόταν για το σπόρο της άλλης χρονιάς.
Τελειώνοντας το δράκο ο θεριστάδες πετούσαν ψηλά και προς τα πίσω τα δρεπάνια τους με την ευχή "όσο ψηλά φτάνει ο λέλεκας τόσο ψηλά να γίνουν του χρόνου τα σιτάρια".

  -Σε πολλά χωριά της περιοχής τα καλύτερα στάχυα τα ξερίζωναν ο γυναίκες, αφού πρώτα μια νεα έριχνε άφθονο νερό στις ρίζες τους, και τα στόλιζαν με αγριολούλουδα. Τα έδεναν κατόπιν με κόκκινη κλωστή σε τρία μέρη, στις ρίζες, στη μέση και στην κορυφή κοντά στα στάχυα, γιατί τρία είναι και τα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδας.
-Το "Δράκο" αυτόν τον έδιναν στο νοικοκύρη με τήν ευχή "Του χρόνου πλειότεοα να δώσει ο Θεός αφεντικό". Κι ο νοικοκύρης τον έπαιρνε και τον έβαζε στο εικονοστάσι του σπι­τιού του, κάτω από τη θεϊκή προστασία. Εκεί παρέμενε ώσπου να 'ρθει ο καιρός να τον τρίψουν με τις παλάμες τους και να τον ρίξουν στο σπόρο για τή νέα σπορά, ώστε να με­ταδώσει σ' αυτόν τη γονιμοποιό του δύναμη.
-Σε λίγο στο θερισμένο χωράφι έμενε μόνο η καλαμιά και τα δεμάτια συγκεντρωμένα σε μικροθημωνιές, που έμοιαζαν με ορθογώνιες πυραμίδες με εννέα ή δώδεκα δεμάτια η καθεμιά (γκουρτζίνια). Επάνω στο τελευταίο δεμά­τι έμπηγαν ένα πράσινο κλαδί. Με τον τρόπο αυτό στεφάνω­ναν το τέλος της πομπής του θερισμού και αποχαιρετούσαν Το χωράφι με χορούς και τραγούδια.
-Στο σπίτι ο αποχαιρετισμός του θερισμού τελείωνε με τον "Κριτσμά", το φαγοπότι με γλέντι, που κρατούσε ως τα μεσάνυχτα.
 

                                 Ο Αλωνισμός
"Στρώσε ύστερα του υποταχτικούς της Δήμητρας να λιχνίσουν τ' άγιο σιτάρι, μόλις πρωτοφανεί ο μέγας και φοβερός Ωρίωνας, σε τόπο που να το πιάνη καλά ο αέρας και σε καλοστρωμένο αλώνι. Κι αφού προσεχτικά μετρήσεις όλο σου το βιός, σιγούρεψε το σε αγγεία. Κι όταν τους καρπούς θα έχεις πια αποθηκέψει με ασφάλεια στο σπιτικό σου μέσα, τότε σου λέω να προμηθευτείς έναν εργένη υπηρέτη και δούλα οικονόμο δίχως παιδί γιατί η γυναίκα που έχει γίνει μά­να είναι επικίνδυνη. Να βρεις και σκύλο με δόντια κοφτερά και να τον τρέφεις δίχως τσιγκουνιές στο φαΐ του, μην τύχη και σου πάρει κάποια στιγμή κανείς το βιός σου, απ' αυτούς που κοιμούνται την ημέρα. Σύναξε σανό και άχυρα, για να 'χουν όλη τη χρονιά τα βόδια και τα μουλάρια σου. Κι ύστερα άφησε τους υποταχτικούς σου να χαλαρώσουν πια τα γόνα­τα και λύσε και τα βόδια."
(Ησιόδου: Έργα και Ημέραι, στ. 597-608. Απόδοση στη νέα ελληνική των κειμένων του Ησιόδου Α. Ι. Γαβρίλη)
-Η λαμπρότερη ιερουργία, μετά το θερισμό, ήταν ο αλωνισμός. Γραφική ή εικόνα του. Στον κάμπο φορτώνονταν τα δεμάτια σε ζώα ή σε κάρα και μεταφέρονταν στ' αλώνια, όπου γίνονταν θημωνιές.

  Τ' αλώνια στο Καλαμπάκι βρισκόταν στην θέση «μεραλίκ», στην έξοδο του χωριού προς την Νικήσιανη.  Χορταριασμένα όλο τον καιρό, σαν έφτανε η ώρα του αλωνισμού, καθαρίζονταν από τα αγριόχορτα. Τα χωματένια, βρέ­χονταν με νερό, σκεπάζονταν με λεπτό άχυρο και πατιούνταν με τα αργοκίνητα βόδια για να κολλήσει τ' άχυρο αυτό στο χώμα και να δημιουργηθεί λεία και στερεά επιφάνεια. Σε μερικά χωριά αλείφονταν με βουνιά βοδιών όλο το αλώνι.
-Στη μέση τ' αλωνιού φάνταζε ο στέντζιρος, που ήταν ξύλο στρογγυλό και χοντρό, μπηγμένο κάθετα και βαθιά στη γη για να μην κουνιέται. Στο στο δεντρο εδεναν την τριχία, χοντρό σχοινί από αλογότριχα και μακρύ όση η ακτίνα του κύκλου τ' αλωνιού.
 

 -Την ημέρα του αλωνισμού όλοι οι σπιτικοί βρίσκονταν στο πόδι από τα βαθιά χαράματα. Έστρωναν σ' όλο το χώρο τ' αλωνιού 100 - 120 μεγάλα δεμάτια σιταριού, απλωμένα χωρίς τα δεματικά τους, με το πρώτο δεμάτι όρθιο, στηριγμένο στο στέντζιρο σαν σημάδι αρχής του αλωνισμού. Και μόλις ανέτειλε ο ήλιος και οι κοφτερές ακτίνες του έψηναν τα στάχυα και την καλαμιά, έβαζαν ζεμένα τρία - τέσσερα και πέντε άλογα στ' αλώνι, γαντζώνοντας τον κλούτσο της τριχιάς στη θηλιά, που είχε στο λαιμό του το πρώτο άλογο.
-Πρώτος ο νοικοκύρης, κάνοντας το σταυρό του κι ανεμί­ζοντας το καμτσίκι, με μια φωνή "οτς - οτς - οτς, άιντε αλο­γάκια μου" ανάγκαζε τα ζώα ν' αρχίσουν το γύρισμα επάνω στα απλωμένα δεμάτια.

  -Καθώς η τριχιά ξετυλιγόταν τα ζώα κάλυπταν με τους γύρους όλο τον κύκλο τ' αλωνιού κι έσπαζαν κάτω από τη βαριά πατησιά τους τις καλαμιές. Κι όταν πάλι μαζευόταν η τριχιά στο στέντζιρο, ο αλωνιστής γυρνούσε τα ζώα στην αντί­θετη κατεύθυνση, περνούσε τον κλούτσο στο άλλο ζώο κι άρχιζε πάλι από την αρχή το γύρισμα των αλόγων στο αλώνι με το ξετύλιγμα και το επανατύλιγμα της τριχιάς.
Στην αρχή οι γύροι στο αλώνι γίνονταν με δυσκολία, σιγά - σιγά όμως οι καλαμιές συνθλίβονταν και τα ζώα με τη φωνή του αλωνιστή έτρεχαν όλο και πιο γρήγορα και λιάνιζαν συ­νεχώς με τα πόδια τους ό,τι είχε απομείνει ακέραιο από τα σταχοκάλαμα.
Σε μερικά  χωριά  στον αλωνισμό χρησιμοποιούσαν τη βαριά δοκάνη. Ήταν ένα είδος σβάρνας, που την έσερναν δυο βόδια ή ένα άλογο πάνω από τα απλωμένα δεμάτια του σιταριού στ' αλώνι. Σ' όλη την κάτω επιφάνεια της δοκάνης ήταν καρφωμένες τεχνικά κοφτερές τσακμακό­πετρες από χαλαζία ή δόντια κοφτερά από λεπίδες σιδηρένιες.
-Με υπομονή τ' αργοκίνητα βόδια έσερναν τη δοκάνη όλη μέρα, οδηγούμενα από τον αλωνιστή με τη σουβλερή βου­κέντρα, ώσπου να γίνει άχυρο η καλαμιά. Και με τα δικράνια οι αλωνιστάδες γύριζαν και ξαναγύριζαν την καλαμιά κι εκείνη συνεχώς μετατρέπονταν σε λεπτό άχυρο.

  Μέσα στην κάψα του τηλεμεσήμερου ξέζευαν τα ζώα, τα πότιζαν και τα έδιναν την ταή τους. Κάτω από το τσαρδάκι τους κάθονταν κι οι νοικοκυραίοι να φάνε το λιτό φαγητό τους και να ξεκουραστούν για λίγο.
Μετά την ανάπαυση με καινούριες δυνάμεις όλοι μαζί οι σπιτικοί με τα δικράνια και τις ξύλινες τζουγκράνες αφαιρούσαν το χοντρό άχυρο και ξανάρχιζαν τον αλωνισμό έως ότου γίνει κάλα το τρίψιμο των σταχυών και του άχυρου. Κι όταν έβλεπαν ότι όλα είχαν γίνει κανονικά, έβγαζαν τα ζώα από τ' αλώνι και τα έστελναν στη βοσκή. Κι αυτοί με καρπολόγια, ξυλόφτυαρα και τσουγκράνες μάζευαν στο κέντρο τ' αλωνιού το "λαμνί", μίγμα σιταριού και άχυρου, σταυρώνοντας πρώτα τ' αλώνι με βάση το στέντζιρα. Ένα πέταλο κι ένα σκόρδο έμπαινε τότε στην κορυφή του σωρού από τη νοικοκυρά "για να μη βασκαίνεται ο καρπός".



                                Το λίχνισμα
-Με το ηλιοβασίλεμα, μόλις άρχιζε το πρώτο φύσημα του αέρα, οι λιχνιστές, άντρας και γυναίκα, χαράζοντας στο λαμνί το σημείο του σταυρού, πετούσαν προς τα πάνω το μίγμα του άχυρου και του σιταριού με τα ειδικά καρπολόγια. Ο αέρας παρέσυρε το άχυρο κι άφηνε τους κόκκους του σιταριού να πέσουν στο αλώνι.
-Όταν το λίχνισμα τελείωνε οι γυναίκες του σπιτιού κοσκίνιζαν το σωρό με το δερμόνι, μεγάλο αραιό κόσκινο, που άφηνε να πέφτει το σιτάρι καθαρό και να μένουν τα σκύβαλα και τα κότσαλα σ' αυτό. Μετά το δερμόνισμα ο νοικοκύρης ανυπόμονος έμπηγε όρθιο το χερούλι του ξυλοφτυαρου στη μέση του σωρού για να υπολογίσει την παραγωγή του πρώτου αλωνιού κι από αυτό το μέτρημα κι όλη την παραγωγή της χρονιάς.

 -Η μέρα τελείωνε. Μα η εργασία δεν σταματούσε εδώ. Έπρεπε να μεταφερθεί το σιτάρι στ' αμπάρια του σπιτιού και τ' άχυρο στον αχυρώνα ώστε να ετοιμαστεί τ' αλώνι για το επόμενο αλώνισμα, ώσπου να τελειώσουν όλα τα δεμάτια από τις θημωνιές. Γονάτιζε γι' αυτό ο νοικοκύρης μπροστά στο σωρό, γέμιζε το ξύλινο ταγάρι, που έπαιρνε 12 οκάδες σιτάρι, κι έτσι μετρώντας άδειαζε τον καρπό στα μάλλινα σακκιά, τα υφασμένα από τα χέρια της γυναίκας του στον αργαλειό της. Σε λίγο το σιτάρι ήταν ασφαλισμένο στ' αμπάρια του σπιτιού και μετά απ' αυτό και τ' άχυρο στον αχυρώνα για την τροφή των ζώων το χειμώνα.


  Όταν τελείωνε ο αλωνισμός όλων των σιτηρών της αγροτικής οικογένειας, η κορυφή του στέντζιρου στολίζονταν με μια σκούπα στεφανωμένη με κλαδιά και αγριολούλουδα. Κι ήταν σημάδι αποχαιρετισμού του αλωνιού, που πα­ρέμεινε ελεύθερο όλο το χρόνο για τα παιγνίδια των παιδιών της γειτονιάς και του χωριού.
-Σήμερα τ' αλώνια δεν χρησιμοποιούνται για τον αλωνισμό κι έπαψαν να υπάρχουν για τα παιγνίδια των παιδιών. Οι θεριστάδες δεν μεταχειρίζονται τα κοφτερά δρεπάνια τους κι οι θημωνιές δεν καρτερούν τη σειρά τους να αλωνιστούν. Όλα έχουν αντικατασταθεί με μηχανήματα κι ο γεωργός με μεγαλύτερη άνεση παίρνει αμέσως τον καρπό από το χωρά φι του. Και μόνο τα λίγα χορταριασμένα αλώνια, που απόμειναν στα πομακρυσμένα κι έρημα χωριά της ελληνικής υπαίθρου, θυμίζουν τη γραφικότητα της παλιάς εποχής μαζί  με τα τραγούδια, που τόσο αγάπησε ο λαός:
 -Άντε ν'εκεί πέρα κι αντίπερα πέρα στα πέντε αλώνια μωρή κοντοπλεγμένη πέρα στα πέντε αλώνια κόρη αρραβωνιασμένη. Ν' εκεί λιχνίζουν δώδεκα λιχνίζουν δεκαπέντε. Άιντε κόρη ξανθή ξεσκυβαλνάει με τη χρυσή τη βέργα. Κι η μάνα της την έλεγε κι η μάνα της τη λέει: Φεύγα κόρη μ π' τον κουρνιαχτό μη σε μαυρίσ' ο ήλιος. Ν' εγώ τον ήλιο αγαπώ τον κουρνιαχτό ζηλεύω κι αυτόν τον πρώτο λιχνιστή τον έχω πρώτο φίλο.
 

                         Αλώνισμα με την πατόζα

-Oι γεωργοί μετέφεραν τα δεμάτια του σιταριού στο Μεραλίκ’ και το έκαναν μεγάλες στοίβες, τις θημωνιές. Σειρές σειρές οι θημωνιές και στη μέση φαρδύς διάδρομος, για να χωράει η πατόζα. Έμοιαζε πλέον με ένα χωριό με ψηλά σπίτια και φαρδείς δρόμους το Μεραλίκ?. Ο καθένας ήξερε τη θημωνιά του και περίμενε τη σειρά του.
 


-H πατόζα έμπαινε ανάμεσα στις θημωνιές τις κατάπινε τη μια μετά την άλλη. Έλιωνε τα δεμάτια που της έριχναν οι εργάτες, αυτούς τους έλεγαν ταϊστές , ξεχώριζε το καθαρό σιτάρι που έπεφτε μέσα στα τσουβάλια και το άχυρο το πετούσε μακριά με μια μεγάλη χοάνη και το έκανε πελώριες στοίβες σαν πολυκατοικίες. Τις επόμενες μέρες, με ειδικά διαμορφωμένο το αμάξι, για να έχει μεγάλη χωρητικότητα, μεταφέρονταν και το άχυρο στους αχυρώνες. Το άχυρο ήταν πολύτιμη και βασική τροφή των ζώων κατά τους χειμερινούς μήνες.

 
  Από ένα μικρό παράθυρο του αχυρώνα έμπαζαν το άχυρο μέσα. Κάποιος το τραβούσε με μεγάλο δικράνι και το τακτοποιούσε σε όλο το χώρο της αποθήκης. Μόλις άδειαζε το αμάξι, πίσω πάλι στο Μεραλίκ’, να ξαναγεμίσει και να ξαναδειάσει πάλι και πάλι. Ένας φόρτωνε το αμάξι, άλλος το πετούσε για να χωρέσει περισσότερο.
  
Το ζύμωμα και το ψήσιμο του ψωμιού
-Με το τέλος του αλωνισμού έκλεινε ο κύκλος των εργασιών για την εξασφάλιση του ψωμιού της χρονιάς στο κάθε αγροτικό σπίτι. Τ' αμπάρια ήταν γεμάτα γεννήματα και με το σιταρίσιο αλεύρι γινόταν το πιο καλό και νόστιμο ψωμί. Μια φορά την εβδομάδα, συνήθως Σάββατο, ζύμωνε η νοικοκυρά κάθε σπιτιού. Ποτέ δε ζύμωνε Παρασκευή, γιατί τέτοια μέρα σταυρώθηκε ο Χριστός κι όπως πίστευαν "Όποια γυναίκα ζύ­μωνε Παρασκευή θα πήγαινε στην κόλαση".
-Κοσκινούσε πρώτα με την πυκνή τη σίτα τ' αλεύρι στο ξύλινο σκαφίδι. Ανάπιανε ύστερα από βραδίς το προζύμι με λίγο από τ' αλεύρι και με χλιαρό νερό και το σκέπαζε σε ζεστό μέρος να φουσκώσει, να "γίνει", όπως έλεγε. Την άλλη μέρα, πρωί - πρωί, ανακάτωνε το υπόλοιπο αλεύρι με χλιαρό νερό, στο οποίο διέλυε το προζύμι με λίγο αλάτι, και ζύμωνε το ζυμάρι για πολλή ώρα για να γίνει αφράτο το ψωμί. Αφού τελεί­ωνε το ζύμωμα, σταύρωνε το ζυμάρι και το σκέπαζε με χοντρό μάλλινο ύφασμα για να φουσκώσει.

 - Όταν το ζυμάρι ήταν πια "γινωμένο" το χώριζε σε ψωμιά στρογγυλά (καρβέλια, πισνίκια ή πλαστάρια) και τάβαζε στην ξύλινη πινακωτή, στρωμένη με τη μακρόστενη ψωμόταβλα, το πεσκίρι, (βαμβακερό ύφασμα), στην οποία πασπάλιζε λίγο αλεύρι για να μη κολλήσουν. Αναβε ύστερα το φούρνο, που φλόγιζε και μπουμπούνιζε με τα ξερά τσάκνα. Καθώς καίγον­ταν τα τσάκνα, η νοικοκυρά με ένα μακρύ φουρνόξυλο σκόρ­πιζε σ' όλη την επιφάνεια τη φωτιά για να καεί καλά ο φούρ­νος. Κι όταν τα κεραμίδια του θόλου άσπριζαν, με το σιδηρόφτυαρο τραβούσε από μέσα τα κάρβουνα και με τη βρεγμένη πάνα ξεπάνιαζε την επιφάνεια για να φύγουν οι στάχτες. Ύστερα, κάνοντας στο άνοιγμα του φούρνου το σημείο του σταυρού με το φουρνόφτυαρο, έβαζε μ' αυτό μέσα τα ψωμιά ένα - ένα για να ψηθούν και παρακολουθώντας τα να μην "αδράξουν", έκλεινε το στόμιο με τη λαμαρινένια πόρτα. Όλη η αυλή του σπιτιού κι η γειτονιά μοσχοβολούσε την ώρα εκεί­νη από την ευωδιά του σιταρόψωμου, που ψηνόταν.
 - Μετά το ψήσιμο, μόλις έβγαζε τα ψωμιά, έριχνε μέσα στο φούρνο ένα ξύλο γιατί δεν το είχαν σε καλό να μείνει αδεια­νός. Τα ζεστά ψωμιά τα τύλιγε με τις μεγάλες ψωμόταβλες επάνω σ' ένα μεγάλο ψωμοσάνιδο και τα σκέπαζε για να μαλακώσουν και να "πάει η ψυχή τους στα χωράφια". Κι ύστερα για το καλό και την προκοπή του σπιτιού και την ευφορία της γης έσπαζε η νοικοκυρά με το χέρι της κι έδινε από ένα κομμάτι ζεστό κι αχνιστό ψωμί σ' όσους παρευρίσκονταν την ώρα εκείνη, σπιτικούς και γειτόνους,για να 'χει η οικογένεια την ευλογία του Θεού.
-Στις γιορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων, τ' Άι Βασιλιού και τα Φώτα, της Παναγιάς και τις άλλες μεγαλογιορτές, στα πανηγύρια, στους γάμους, στα βαφτίσια και στις άλλες εκδηλώσεις της ζωής ζύμωναν κι έψηναν στο φούρνο τις λειτουργίες (πρόσφορα) για την εκκλησία, τις ρουφτένιες (ρεβυθένιες) μοσχομυρωδάτες μπουγάτσες με ρεβύθι και βασιλικό, τις πίττες σε μια άφθονη ποικιλία, που ήταν το επίσημο φαγητό για τους φιλοξενούμενους, τ' αρνόψωμα και τις κουλούρες του Πάσχα και τις γαλατόπιττες, που μοίραζαν στην εκκλησία την ημέρα της Πεντηκοστής για τις ψυχές.
-Το ψωμί τότε ήταν η πεμπτουσία των τροφών κι όλοι το θεωρούσαν ιερό πράγμα. "Δόξα σοι ο Θεός, εξασφαλίσαμε το ψωμί της χρονιάς κι είμαστε ευτυχείς" έλεγε ο κάθε νοικοκύρης στο τέλος του αλωνισμού. Και "Μα το ψωμί ήταν ο πρόχειρος όρκος των απλοϊκών ανθρώπων του λαού για να γίνει πιστευτός ο λόγος τους. Μεγάλο αμάρτημα έκαμνε όποιος πετούσε κάτω και πατούσε το ψωμί. Γι' αυτό, αν του έπεφτε μπουκιά, την έπαιρνε ευλαβικά με λαχτάρα στην καρδιά, τη φυσούσε τρεις φορές κι αφού τη σταύρωνε με το δεξί του χέρι λέγοντας "Ιησούς Χριστός Νικά κι όλα τα κακά σκορπά", την έτρωγε. Το ψωμί τότε ήταν η πιο καλή προσφορά όλων σε κάθε μεγάλο γεγονός της ζωής, συγγενών και φίλων.
-Και η συμβουλή των γεροντότερων προς τους νέους ήταν πάντοτε:
-Αν θέλετε να έχετε καλή υγεία να εφαρμόζετε στη ζωή σας το τρία - πέντε - οχτώ. Με άλλα λόγια:
-Να τρώτε ψωμί, ψημένο από τρεις μέρες κι όχι ζεστό Να πίνετε κρασί από πέντε χρόνια στο βαρέλι και να τρώτε κρέας μόνο κάθε οκτώ μέρες

Δεν υπάρχουν σχόλια: