Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

Το χωριό που άφηναν πίσω τους ονομάζονταν Κρυόνερο.

Η προσφυγιά
Μαρτυρία της Φούλας Στράντζαλη
Επιμέλεια κειμένων: Κυράνθη Χρ.Στράντζαλη
Αρχείο φωτογραφιών: Κων/νου Τσομπανίδη
Επεξεργασία: Μνήμες Αλησμόνητες Πατρίδες
-Ήταν φθινόπωρο του 1922. Τα πρώτα κίτρινα φύλλα είχα πέσει κιόλας απ΄τα δένδρα. Είχαν πέσει επίσης οι πρώτες φθινοπωρινές βροχές που πότισαν την διψασμένη γή και το αεράκι πού’ ρχονταν απ’ τα γύρω βουνά ήτα υγρό και παγωμένο. Παγωμένες όμως και βαριές ήταν και οι καρδιές των ανθρώπων που ήταν έτοιμοι για το μεγάλο ξεκίνημα.
-Έμπαιναν και ξαναέμπαιναν στα σπίτια τους να πάρουν κάτι ακόμα απ’ αυτά που θ’ άφηναν πίσω τους: κάποιο αγαπημένο αντικείμενο, κάποιο παλιό κειμήλιο, το εικόνισμα του Χριστού, της Παναγίας ή κάποιου Αγίου που λάτρευαν τόσα χρόνια οι ίδιοι, οι γονείς και οι παππούδες τους.
-Τα μικρά παιδιά που δεν καταλάβαιναν από τέτοια βρίσκονταν ήδη πάνω στα βοϊδάμαξα, κουκουλωμένα με μπατανίες ή κιλίμια. Οι γονείς γύρισαν όλο το σπίτι, κλείδωσαν καλά τις πόρτες και παράθυρα, μη μπεί κανένας κλέφτης, μη φυσήξει αέρας δυνατός και τους τ’ ανοίξει, μη μπούνε τα νερά της βροχής και λερώσουν τους τοίχους και τα πράγματα που άφηναν πίσω τους. Θα ξαναγύριζαν τάχα κάποια μέρα κι έπρεπε να μείνουν όλα εκεί, όρθια να τους περιμένουν.

 . Α’ ξανανέρτουμ’ να τα νέβρουμ’, έλεγαν. Οι γεροντότεροι έσκυψαν και φίλησαν
   την ευλογημένη γή που τόσα χρόνια τους χάριζε τους καρπούς της.
 . Άντε, πάμι, κι ο Θεγιός βοηθός, ακούστηκε η φωνή του αρχηγού.
-Ανέβηκαν στα κάρα οι νοικοκυραίοι, τράβηξαν τα σκοινιά των βοδιών τους, τα χτύπησαν απαλά να μην πονέσουν, έτριξαν οι ρόδες των αμαξιών και το καραβάνι ξεκίνησε για το άγνωστο. Όλοι τους έκανα το  σταυρό τους, όταν περνούσαν από την πλατεία μπροστά απ’ την εκκλησιά του Άη-Θανάση. Προσευχήθηκαν σιωπηλοί και παγωμένοι. Αποχαιρετούσαν τα ιερά τους και συγχρόνως ζητούσαν τη βοήθειά τους. Είχαν μεγάλη ανάγκη. Ένοιωθαν ανίσχυροι…
-Αριστερά στο δρόμο τους το φτωχικό κοιμητήριο του χωριού. Τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι από τα μάτια τους. Αποχαιρετούσαν τώρα και τους προγόνους τους, τους γονείς τους, τ’ αδέλφια τους ή τα παιδιά τους που χάνονταν από τις επιδημίες που σάρωναν εκείνη την εποχή την ανθρωπότητα.

-Πιο πέρα είδαν την σπλούχα όπως έλεγαν μια σπηλιά που την επισκέπτονταν όταν είχαν κάποιο πόνο, κυρίως πονοκέφαλο. Ήταν θαυματουργή σπλούχα κι όποιος περνούσε από μέσα τρείς φορές, θεραπεύονταν το κεφάλι του, ο λαιμός του, το αυτί του.
-Το χωριό που άφησαν πίσω τους το έλεγαν Κρυόνερο. Ήταν ένα ορεινό χωριό της Ανατολικής Θράκης, κοντά στη Βιζύη, πατρίδα του Βιζυινού. Το κέντρο του διέσχιζε ένας ξηροπόταμος, που όταν έβρεχε πολύ, γινόταν ορμητικός χείμαρρος κι έκανε καταστροφές σε σπίτια και χωράφια. Πολλές φορές τα νερά του παρέσυραν ζώα κι ανθρώπους που τύχαινε να βρίσκονται κοντά στην κοίτη του.
-Ο ήλιος άρχισε να ρίχνει τις ακτίνες του λαμπερές και καυτές πάνω στο καραβάνι με τους Κρυονερίτες που έφευγαν. Το βόδια έσερναν τα κάρα και προχωρούσαν αργά αργά, ενώ οι επιβάτες γυρισμένοι προς τα πίσω έβλεπαν για τελευταία φορά το αγαπημένο τους χωριό με τ’ άσπρα σπίτια και τα πανύψηλα δένδρα να χάνεται σιγά σιγά από τα μάτια τους τα βουρκωμένα. Αργότερα έβλεπαν μόνο τις στέγες των σπιτιών και μετά χάθηκαν όλα.
-Σε λίγο βρέθηκαν στον κάμπο, έβλεπαν τα χωράφια τους, την σοδειά τους που δεν πρόλαβαν να μαζέψουν, τη γή που είχαν ποτίσει με ιδρώτα τόσα χρόνια. Έφευγαν βουβοί, αμίλητοι, δακρυσμένοι, χωρίς να ξέρουν που πάνε που θα εγκατασταθούν,  ποιά θα είναι η νέα τους πατρίδα. Έφευγαν όμως με μια ελπίδα στην καρδιά, ότι θα ξαναγύριζαν γρήγορα στον τόπο τους, στο χωριό τους.
 . Που α μας πάν’ άραγες; Που α μείνουμ’ οι αρίσκοι;
-Το ταξίδι ήταν ατέλειωτο. Μέρες και νύχτες έρχονταν και έφευγαν κι αυτοί προχωρούσαν. Οι πιο νέοι και δυνατοί χωριανοί περπατούσαν ώρες πολλές σέρνοντας τα ζεμένα ζώα απ’ τα σχοινιά τους. Άλλοι πήγαιναν παρέα κουβεντιάζοντας, γελώντας, σφυρίζοντας ή τραγουδώντας κι ας έκλαιγε μέσα τους η ψυχή τους. Ήθελαν να ενθαρρύνουν τους ηλικωμένους, τις γυναίκες, τα παιδιά τους. Τα μεσημέρια ξεπέζευαν τα ζώα τους κοντά σε κάποιο ποτάμι ή στη σκιά κάποιων δένδρων. Άνθρωποι και ζώα έπρεπε να φάνε, να πιούνε νερό, να ξεξουραστούνε.
-Περίπου τριάντα μέρες και τριάντα νύχτες κράτησε εκείνο το μαρτυρικό ταξίδι των γονιών μας που μικρά παιδιά τότε γνώρισαν τον ξεσηκωμό και την προσφυγιά, τον εξευτελισμό και την ταπείνωση. Άλλοι πριν από μένα, μεγάλοι λογοτέχνες, ποιητές και πεζογράφοι, έγραψαν για τα δεινά της εποχής εκείνης, για την καταστροφή, για τον ξεριζωμό των Ελλήνων. Όπως τα ‘ζησαν οι ίδιοι. Εμείς τ’ ακούσαμε από τους γονείς μας κι απ’ τους παππούδες μας. Τα διαβάσαμε, τα είδαμε στον κινηματογράφο.
-Σαν τους Κρυονερίτες και μαζί μ’ αυτούς ταξίδευαν κι άλλοι πολλοί Έλληνες απ΄όλη την Ανατολική Θράκη, από την Μικρά Ασία, από τα παράλια της Ιωνίας κι από άλλα μέρη που εκτείνονταν μέχρι τον Εύξεινο Πόντο.  Όλοι αυτοί έφτασαν κάποτε γυμνοί και τρισάθλιοι σε διάφορες περιοχές της Βορείου Ελλάδος, στην Φλώρινα, στην Κοζάνη, το Κιλκίς, στην Δράμα, στην Καβάλα, στην Θεσσαλονίκη. Γέμισε ο τόπος πρόσφυγες, Θρακιώτες, Καυκάσιους, Καραμανλήδες και άλλους. Εγώ θα ασχοληθώ μόνο με τους Θρακιώτες που είναι οι πρόγονοί μου.
-Όταν οι Κρυονερίτες έφθασαν στην πεδιάδα της Δράμας, όπου είχαν πάρει εντολή να εγακατασταθούν, είδαν τον απέραντο κάμπο που απλωνόταν μπροστά τους και χάρηκαν. Ξεπέζεψαν, το καραβάνι σταμάτησε. Οι γυναίκες κατέβηκαν να ξεμουδιάσουν. Έπλεξαν τα χέρια τους μπροστά στο στήθος τους κι έπιασαν κουβέντα μεταξύ τους. Οι μικρομάνες θήλασαν τα μωρά τους. Τα παιδιά άρχισαν τα τρελά παιχνίδια τους. Οι άντρες συγκεντρώθηκα για ν΄αποφασίσουν που ακριβώς θα μείνουν, που θα χτίσουν το νέο τους χωριό. Κάλεσαν τους γέροντες, τους πιο έμπειρους, τους πιο μυαλωμένους, να ζητήσουν την γνώμη τους.
. Τι λέτι κι εσείς που ξέρ’ τι πιο πολλά. Θα είμαστε καλά ιδώ; Θα περάσουμ’ καλά;

-Ήρθαν όλοι οι γέροντες, περήφανοι που νέοι αναγνώριζαν την αξία τους, την εμπειρία τους, φορώντας τα ποτούρια τους. Αγρότες όλοι από γεννησιμιού τους, ήξεραν να διαλέγουν αυτό που χρειάζονταν, τα χωράφια. Είδαν τον κάμπο που απλωνόταν ανάμεσα σε Δράμα και Καβάλα, στα βόρεια του όρους Παγαίου. Είδαν την πυκνή βλάστηση, τα νερά, τα δένδρα, κατάλαβαν πως είναι τόπος παραγωγικός, πως θα μπορούσαν να ζήσουν εκεί δουλεύοντας σκληρά ετούτη τη γή και αποφάσισαν.
 . Ιδώ α μείνουμ’, είπαν οι γέροντες και χτύπησαν με τα μπαστούνια τους το
   χώμα. Ιδώ α νέβρουν κι τα ζωντανά χορτάρ’ κι μεις χουράφια να
   δουλέψουμ’ για να ζήσουμ’.
-Έτσι τελείωσε η ταλαιπωρία του ταξιδιού τους. Τα βάσανα του ταξιδιού τους τα έκαναν αργότερα τραγούδι οι Κρυωνερίτες και τα τραγούδησαν. Το άκουσα το τραγούδι από τη γιαγιά Φωτή, τη θεία της μάνας μου που το ‘λεγε:
    Κούγιε δα Θεγιέ μ’, κι γης να  τ΄απομέξει,
   Κούγιε δα Θεγιέ μ’,
  ‘Σαββατόβραδο μας διώξαν οι εχθροί μας ‘πο τα σπίτια μας,
  ‘πο μεσ’ απ’ τις αυλές μας, ‘πο τα σπίτια μας.
-Το τραγουδούσε η γριούλα η γιαγιά Φωτή και τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι απ΄τα μάτια της!
-Εκτός από τους Κρυονερίτες εγκαταστάθηκαν στο Καλαμπάκι και άλλοι Θρακιώτες από την περιοχή «Καλφά» της Κωνσταντινούπολης, οι Καλφακιώτες, και η γειτονιά τους ονομάστηκε «τα Κωνσταντινοπολίτ’ κα», καθώς και πρόσφυγες από την Μικρά Ασία οι Καραμανλήδες. Την γειτονιά τους την λέγανε Άγκυρα, γιατί αυτοί είχαν  ξεχάσει την Ελληνική γλώσσα στα τόσα χρόνια της σκλαβιάς και μιλούσαν τούρκικα. Τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους μιλούσαν κι αυτά την τούρκικη γλώσσα στο σπίτι, ενώ στα παιχνίδια και στο σχολείο μιλούσαν Ελληνικά.
-Τα πρώτα χρόνια της συγκατοίκησης στο χωριό υπήρχε ένα μίσος, μία έχθρα μεταξύ των κατοίκων. Οι Θρακιώτες θεωρούσαν τους Καραμανλήδες καθυστερημένους και οι Καραμανλήδες δεν ανέχονταν τους Θρακιώτες. Οι Θρακιώτισσες κοπέλες δεν παντρεύονταν με Καραμανλήδες, και οι Καραμανλήδες δεν ήθελαν να παντρευτούν με Θρακιώτισσα. Οι νέοι έτρεφαν μίσος μεταξύ τους. Θυμάμαι ένα βράδυ που είχαν ξημερωθεί στο σπίτι μας οι φίλοι του αδελφού μου, γιατί οι Καραμανλήδες τους έκλεισαν τους δρόμους και τους έστησαν καρτέρι.

-Όλα αυτά όμως έχουν ξεπεραστεί τώρα, τα παιδιά και τα εγγόνια των προσφύγων κατοίκων παντρεύτηκαν μεταξύ τους και ενώθηκε το χωριό και οι κάτοικοι. Δεν υπάρχουν τώρα Κρυονερίτες και Καραμανλήδες αλλά μόνο Καλαμπακιώτες. Ζουν όλοι ειρηνικά και αγαπημένα και όλοι μαζί καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες να κάνουν το χωριό τους όσο γίνεται πιο όμορφο και πιο άνετο. Ήδη το Καλαμπάκι είναι από τα πιο όμορφα χωριά της περιοχής με ωραία σπίτια, με ωραία πλατεία, με ασφαλτοστρωμένους δρόμους, με Δημόσιες Υπηρεσίες, Δημοτικά Σχολεία, Γυμνάσιο, Λύκειο και όλα τα απαραίτητα…
-Ευχαριστούμε τον κ.Ανθόπουλο Σταύρο για την ψηφιοποίηση του εξαίρετου βιβλίου «Το χωριό που άφηναν πίσω τους ονομάζονταν Κρυόνερο.»  



Δεν υπάρχουν σχόλια: