Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Ο ξεριζωμός του Ελληνισμού από το Κρυόνερο της Ανατολικής Θράκης και η εγκατάστασή τους στο Καλαμπάκι-Δράμας (μέσα από το Βιβλίο του Πασχάλη Κρικόπουλου «Οι Θεμελιωτές του χωριού Καλαμπάκι-Δράμας»).


 Κεφάλαιον 1-ον

     Πρόλογος 
Φθινόπωρο του έτους 1922

-Ήταν η εποχή και [η] χρονιά που ο Ελληνισμός ξηλώθηκε από τα άγια χώματα της Ανατολικής Θράκης. Ήταν τότε που, όπου και αν ήσουν στην Ανατολική Θράκη, όπου και αν στεκόσουν, όπου και αν έριχνες το βλέμμα σου, την ίδια εικόνα θα έβλεπες: τα κλάματα, τις φωνές, τις τσιρίδες και τα βογγητά των γερόντων, των αρρώστων και των παιδιών. Ήταν στιγμές που έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα. Μεγάλον ταραγμό και σύγχυσιν έφερε στον Ελληνισμό η φαρμακερή εκείνη είδησις που έλεγε [ότι] οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης θα πρέπει να φύγουν από την  Ανατολική Θράκην, διότι η Ανατολική Θράκη θα γίνει τουρκική.

-Αυτή η είδησις έφερε τόσο κακό, τόση σύγχυσιν, που όλος ο Ελληνισμός έτρεχε σαν τρελός, δεν ήξερε ούτε καταλάβαινε που πήγαινε και τι έκανε. Τα πάντα μαύρισαν στα μάτια του Ελληνισμού. Δεν έβλεπαν, δεν άκουγαν, το μυαλό τους δεν λειτουργούσε. Δεν ήξεραν που να πάνε και τι να κάνουν. Η διαταγή το έλεγε καθαρά: «ο Ελληνισμός πρέπει να φύγει και θα πάει στην Ελλάδα». Καμία αναβολήν δεν έδινε. Έπρεπε, λοιπόν να φύγουν από τον τόπο που γεννήθηκαν, που είχαν μεγαλώσει.  Να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, τα χωράφια τους, τις περιουσίες τους. Έπρεπε να φύγουν.

-Και με μαύρη την καρδιά τους και με μεγάλη θλίψη στην ψυχήν τους ετοιμάστηκαν και με μεγάλον πόνον στην καρδιά έφυγαν. Ναι. Ο Ελληνισμός της Ανατολικής Θράκης, επίσης και το χωριό Κρυόνερο, είχε την ίδια τύχη. Και ο πληθυσμός του χωριού Κρυόνερο εγκατέλειψε για πάντα μαζί με όλον τον Ελληνισμό το χωριό τους και έφυγαν για την Ελλάδα.

                     Φθινόπωρο του έτους 1922

                                   Κεφάλαιον 2-ον

                           Προεισαγωγή και εισαγωγή
                                     Οι Θεμελιωτές
-Εάν σκεφτεί κανείς τι υπέφεραν και τι υπέστησαν οι άνθρωποι αυτοί που ξεριζώθηκαν από τα μέρη τους, τις εστίες τους, θα εκπλαγεί, δεν θα μπορέσει να δώσει τέλος των συμβάντων της εποχής εκείνης. Θα σταματήσει, δεν θα μπορέσει να προχωρήσει, να αναπαραστήσει και να φέρει εις το φως τα όσα συνέβησαν. Ναι, θα σταματήσει. Δεν θα μπορέσει να προχωρήσει, διότι όλα όσα συνέβησαν τότε, έγιναν πολύ σκοτεινά και μαύρα, ως επί το πλείστον βίαια, βιαστικά και πολύ φοβερά.
-Ναι πολύ φοβερά, που σε πολλές περιπτώσεις είχαμε θανάτους και σκοτωμούς. Ποίος θα αντιστέκετο εις τα θολωμένα μυαλά, εις τον αναβρασμόν εκείνον; Ποίος θα εγγυάτο ότι οι Τούρκοι δεν θα έφερναν κακό εις τους Έλληνας; Ποία καρδιά θα σωφρόνιζε και θα έφερνε στο σωστό δρόμο τις ταραγμένες καρδιές που ήταν στα φουσκωμένα στήθη της εποχής εκείνης; Ποία ψυχή θα μπορούσε να γλυκάνει και να ζεστάνει τις εξαγριωμένες ψυχές της τότε εποχής; Κανείς, μα κανείς δεν μπορούσε ούτε καν να σκεφτεί [ότι] αυτό το κακό που γινόταν με αυτόν τον ξεσηκωμό εις την Ανατολικήν Θράκην. Αλλά και ούτε ήταν εις θέσιν κανείς να επιβληθεί δια το σταμάτημα αυτού του κακού, αυτού του χειμάρρου που καταπλάκωσε τον Ελληνισμόν της Ανατολικής Θράκης και άλλων επαρχιών.
-Μόνο αι Μεγάλαι Δυνάμεις!... Αυτές μόνον μπορούσαν να σταματήσουν το μεγάλο κακό που γινόταν στα μέρη αυτά, που έφευγαν οι άνθρωποι από τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους και βραδιαζοξημερώνονταν μέσα στους δρόμους και τα κρύα βουνά. Αυτά δεν συγκινούσαν όλους καθόλου.
-Πέρασαν από τότε που συνέβαιναν τα γεγονότα εβδομήντα ολόκληρα χρόνια και άρχισαν σιγά σιγά ή μάλλον ναι, σιγά σιγά λέω, να ξεχνιούνται. Διότι αυτοί οι άνθρωποι που υπέφεραν ή και υπέστησαν από τις πλημμύρες των πολέμων εκείνων απέθανον, ναι, απέθαναν! Ολίγοι ακόμη απομένουν εν ζωή σήμερα και αυτοί διηγούνται ακόμη αυτά τα συμβάντα.
-Μόνο ένας που παρακολουθούσε τα τότε συμβάντα μπορεί να διηγηθεί κάτι από τα συμβάντα, όχι όμως όλα και ούτε σωστά. Αλλά ένας ο οποίος ήτα περιτριγυρισμένος από τον ανεμοστρόβιλον αυτού του πολέμου εκείνου και ήταν παρών και παθών τότε, αυτός μπορεί να σας διηγηθεί ορθά γεγονότα και σωστήν την αλήθεια των όσων τότε διαδραματίσθησαν.
-Έτσι εχόντων των πραγμάτων και εν όψει της φοβερής απειλής οι κάτοικοι τότε του χωρίου Κρυόνερο Ανατολικής Θράκης και της επαρχίας Βιζύης εγκαταλείψαντες όλην των την περιουσίαν πήραν τον δρόμο για την Ελλάδα μας και ήρθαν στο Καλαμπάκι Δράμας.
Το Κρυόνερο της Ανατολικής Θράκης όπως είναι σήμερα


                                  Κεφάλαιον 3-ον
Eρχομός των προσφύγων στο Καλαμπάκι και για το Καλαμπάκι
-Αφού πλέον η διαταγή ήταν ρητή και κατηγορηματική ότι ο Ελληνισμός της Ανατολικής Θράκης έπρεπε αμετακλήτως να μετακινηθεί από την Ανατολικήν Θράκην και να μετακομισθεί αλλού, εις την πατρίδα μάνα Ελλάδα, πλέον έπρεπε να βιασθεί  ο Ελληνισμός για να αναχωρήσει από τα πάτρια εκείνα [εδά]φη της Ανατολικής Θράκης. Αυτό έπρεπε να γίνει και άρχισε να γίνεται.

-Με τα δάκρυα στα μάτια και με λυγμούς και κλάματα και με κομμένη την αναπνοή άνδρες, γυναίκες, παιδιά και γέροντες, αφού σύντομα και όσο μπορούσαν να ετοιμασθούν ετοιμάσθηκαν και απεχωρίσθησαν όλοι τα πάτρια εδάφη, τις περιουσίες τους και τα κτήματά τους και [τα] χωράφια τους και ήταν έτοιμοι να πάρουν όλοι, μα όλοι, τον δρόμο της προσφυγιάς, {και} αγόγγυστα τον πήραν. Με τα τρένα έφυγαν τα γυναικόπαιδα, οι γέροντες και οι ασθενείς. Οι άνδρες και οι νέοι πήραν τον δρόμο με τα βοϊδόκαρά τους παίρνοντας μαζί τους και επάνω στις βοϊδάμαξές τους ότι μπορούσαν να πάρουν: τα παπλώματά τους, λίγον ρουχισμό, λίγο σιτάρι, λίγο αλεύρι και ολίγο ψωμί για να τρώνε.

-Όλα τα άλλα τα άφησαν στις αποθήκες τους, στα σπίτια τους, στους στάβλους τους. Τα αμπάρια τους έμειναν γεμάτα. Ναι, γεμάτα γεννήματα και οι στάβλοι τους και τα μαντριά τους γεμάτα ζώα και πρόβατα. Πήραν ορισμένοι μερικά ζώα ή πρόβατα, αυτοί που μπορούσαν ή θα είχαν περισσευούμενα άτομα να τα οδηγούν στους δρόμους της επιστροφής, αλλά και αυτοί τα έχαναν στους δρόμους της επιστροφής από εχθρούς. Ήταν μακρύς ο δρόμος που έπρεπε να διανύσουν έως ότου [να] τον περπατήσουν και να τον τερματίσουν. Γνώριζαν όλοι τους ότι η προσφυγιά και το ξερίζωμα αυτό του Ελληνισμού ήταν δύσκολο και βαρύ, αλλά έπρεπε να ξεπερασθεί.

-Έπειτα από ενός μηνός περίπου πορείας με τα βοϊδόκαρά  τους οι πατέρες μας και όλος ο ξεριζωθείς Ελληνισμός υπέστη πολλά εις την διαδρομήν του: βροχές, κρύο, ξενύχτια, αϋπνία, πείνα και επί πλέον η ευθύνη και η προσοχή να μην πέσουν σε καμιά παγίδα ή ληστεία, την κούρασιν και πολλά άλλα. Πολλά ζευγάρια κουτσάθηκαν, έπρεπε να αντικατασταθούν από άλλα ζώα. Πολλά βοϊδόκαρα έσπαζαν από την μεγάλην πορείαν και έπρεπε να διορθωθούν και όλα διορθώνονταν, διότι όλοι αλληλοβοηθιούνταν, και σε λίγο ήταν έτοιμα και όλοι μαζί πάλι ξαναέπαιρναν τον δρόμο. Μπορώ ακόμη να πώ ότι και οι γυναίκες που ήταν έγκυες γέννησαν καθ΄οδόν. Ήταν πολλά τα μαρτύρια του Ελληνισμού στο[ν] ξεριζωμό αυτόν, αλλά πως μπορεί να τα περιγράψει κανείς: Διότι πολλά από αυτά δεν έγιναν γνωστά, διότι έγιναν καθ΄οδόν, και δεν εμαθεύθησαν και, μπορώ να πώ, έγιναν μεμονωμένα.

-Όσοι εκ των Ελλήνων που επιβιβάσθησαν στα τραίνα από την Ανατολικήν Θράκην έφθασαν στην πόλιν της Δράμας πολύ ενωρίτερα και στον Σταθμό, περίμεναν τους δικούς τους να πάνε να τους πάρουν. Αφού έφτασαν και οι άντρες με τα βοϊδόκαρά τους, πήγαν πήραν ο καθένας τους τα δικά τους γυναικόπαιδα από τον Σταθμό της Δράμας.

-Εδώ πρέπει να πούμε ότι, όταν ο Ελληνισμός, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι, είχαν έρθει στα μέρη αυτά και ιδίως στο χωριό της Δράμας το Καλαμπάκι κατά το έτος 1914 [αναφέρεται στον πρώτο εκπατρισμό των Ελλήνων κατοίκων του Νομού Σαράντα Εκκλησιών, επαρχίας Βιζύης, επομένως και των Κρυονεριτών και Σακαμοβιτών (σήμερα κατοίκων Αγίας Παρασκευής) το 1914] έως 1920, {και} είχαν και τότε κατοικήσει στο χωριό Καλαμπάκι και το γνώριζαν. Το 1920 όμως έφυγαν πάλι στο Κρυόνερο, αφού μερικοί είχαν μείνει στο Καλαμπάκι, [γύρω στις δέκα Κρυονερίτικες οικογένειες, μεταξύ των οποίων και η οικογένεια Μαρτιάδη (πληρ.Γιώργης Μαρτιάδης)]  δεν πήγαν πίσω στο Κρυόνερο της Ανατολικής Θράκης. Γνωρίζοντας τώρα στη νέα προσφυγιά του 1922 το χωριό αυτό, το Καλαμπάκι Δράμας, από τότε, γι΄αυτό και τώρα ο όγκος των Κρυονεριτών από την Δράμα ξεκίνησε για το χωριό Καλαμπάκι και πήγε. Μερικοί όμως πήγαν και σε άλλα χωριά. 
Σπίτι στο Κρυόνερο όπως σώζεται μέχρι σήμερα
                                                  Κεφάλαιον 4-ον

                Οι πρόσφυγες φτάνουν στο Καλαμπάκι

-Οι Κρυονερίτες πρόσφυγες, αφού ξεκίνησαν από την Δράμα με προορισμό το Καλαμπάκι, σιγά σιγά και κουρασμένα έφτασαν στο χωριό Καλαμπάκι. Όσοι από τους Κρυονερίτες είχαν μείνει στο Καλαμπάκι από τότε που είχαν έρθει το 1914 και δεν πήγαν το 1920 πίσω στο Κρυόνερο και ήταν εδώ στο Καλαμπάκι, βγήκαν όλοι τους να δούνε και να καλωσορίσουν τους χωριανούς τους Κρυονερίτες που έρχονταν τώρα και πάλι. Έφτασαν και οι νέοι Κρυονερίτες στο Καλαμπάκι. Εδώ πρέπει να πούμε ότι πολλοί από τους νέους πρόσφυγες που ήρθαν δεν γνώριζαν τα μέρη αυτά. Ξέζεψαν τα βοϊδόκαρά τους στην τότε πλατεία του Καλαμπακίου και για να ξεκουραστούν και για να κουβεντιάσουν λίγο με τους εδώ ευρισκομένους χωριανούς τους, για να ενημερωθούν και να μάθουν κάτι από αυτούς.

-Αφού κάθισαν λίγο και ξεκουράστηκαν λιγάκι και αφού κουβέντιασαν λίγο και κάπως ενημερώθηκαν, έπρεπε να ενδιαφερθούν και για σπίτια, που θα πήγαιναν να κατοικήσουν, να φάνε, να κοιμηθούνε και να ξεκουραστούνε. Όρισαν επιτροπή για να μην μαλώνουνε και να πρωτοστατήσει η επιτροπή για τα μέρη που θα κατοικούσε ο καθένας. Στη συζήτηση που γινόταν μεταξύ τους οι νεοελθόντες πρόσφυγες Κρυονερίτες ρωτούσαν τους παλαιούς ευρισκομένους στο Καλαμπάκι Κρυονερίτες να μάθουν για το κλίμα του τόπου, αν είναι γόνιμο το έδαφος, διότι αυτό τους ενδιέφερε περισσότερο, αφού ήταν όλοι γεωργοί. Τους είπαν οι παλαιοί ότι το έδαφος είναι γόνιμο και καλό για γεωργούς και ότι μπορούν να δουλέψουν χωράφια και να κάνουν κτηνοτροφία. Το μόνο που δεν τους άρεσε ήταν ότι τον τόπο τον μάστιζε η ελονοσία και ότι οι Τούρκοι κάτοικοι ήταν ακόμη εδώ. Δεν έφυγαν ακόμη αυτοί.  

Τούρκικο σπίτι στο Καλαμπάκι
                                Κεφάλαιον 5-ον

              Οι πρόσφυγες σε προσωρινή στέγαση

-Οι άνδρες πρόσφυγες ενώ κουβέντιαζαν για να μάθουν κάτι  για τα εδώ υπάρχοντα νέα, οι γυναίκες και τα παιδιά έτρεχαν εδώ κι εκεί, ενόσω ακόμη κρατούσε η ημέρα, να ετοιμάσουν ένα ζεστό να ρουφήξουν να ζεσταθούν. Τα παιδιά μάζευαν τσάκνα (ξύλα) για να ανάψουν φωτιά και οι μητέρες τους να ετοιμάσουν κάτι, ένα ζεστό, που έπειτα από το κρύο, τυρρανιστικό και μεγάλο ταξίδι του ξεριζωμού, είχαν ανάγκη ενός ζεστού, μια και είχαν σταματήσει και δεν περπατούσαν πλέον τον μακρύ δρόμο της προσφυγιάς, να πιούνε ή να φάνε ένα ζεστό, να ζεσταθούν και να κοιμηθούν, για να ξεκουραστούν. Έτσι και έγινε. Αφού οι γυναίκες τους κάτι ετοίμασαν, ότι μπορούσαν ή είχαν σαν πρόσφυγες ο καθένας με την οικογένειάν του, κάθισαν και έφαγαν και έπειτα κοιμήθηκαν όπως μπορούσαν ο καθένας τους. Διότι το πρωί τους περίμενε δουλειά πλέον.

-Έτσι κοιμήθηκαν εκείνη την βραδυά στον συννεφιασμένο ουρανό, που ευτυχώς δεν έβρεχε, συγκεντρωμένοι όλοι στην αλάνα (ανοιχτή τότε πλατεία) του χωριού  στο Καλαμπάκι. Μόνο τα παιδιά τους μπόρεσαν και κοιμήθηκαν λίγο. Οι μεγάλοι άντρες και γυναίκες, δεν μπόρεσαν να κλείσουν μάτι, διότι αφενός μεν ήταν κουρασμένοι πολύ και έπρεπε να κοιμηθούν και να ξεκουραστούν, δεν τους άφηνε [όμως] η έννοια και ο συλλογισμός πως και πού θα βρούν μέρος ή σπίτι να κατοικήσουν. Και οι γυναίκες τα συλλογίζονταν αυτά αλλά οι άντρες περισσότερο. Αυτοί είχαν την μεγαλύτερη ευθύνη και την περισσότερη έννοια για την αποκατάσταση των οικογενειών των. 
Οικογένεια Κρυονεριτών στο Καλαμπάκι το 1918

-Και γι΄αυτό, πριν ακόμη φέξει η μέρα του Θεού και μόλις το γλυκοχάραμα άρχισε να φαίνεται στον ουρανό, ένας ένας οι άνδρες σηκώνονται από το πρόχειρο στρώμα τους και ένας με τον άλλον σιγομιλούσαν και έλεγαν «τι θα κάνουμε σήμερα;». Αφού πλέον ξημέρωσε και είχαν σηκωθεί από τον λίγο εκείνον ύπνο, όλοι τους άρχισαν να κινούνται εδώ κι εκεί βλέποντας και ψάχνοντας ασφαλώς με το βλέμμα τους και με την σκέψη τους για ένα σπίτι να κατοικήσουν. Μπορώ να πω εδώ ότι η επιτροπή που διόρισαν οι πρόσφυγες από την προηγούμενη μέρα δια την αποκατάστασιν των προσφύγων σηκώθηκαν και αυτοί πολύ πρωί και συγκεντρώθηκαν για να αρχίσουν την δουλειά τους, την αποκατάστασιν των προσφύγων.

-Και έτσι έγινε. Αφού επιτάχθηκαν όλα τα υπάρχοντα άδεια κτίσματα, σπίτια, αποθήκες, αχυρώνες, στάβλοι, υπόστεγα κτλ., αποκατεστάθησαν όλοι οι πρόσφυγες, όπως ήταν δυνατόν να γίνει εις δύο μεγάλες αποθήκες που υπήρχαν. Μπήκαν και έκατσαν πρόσφυγες, πολλές οικογένειες εις την μίαν που ήταν και η οικογένειά μου, ενθυμούμαι ότι είχαν καθίσει περίπου τριάντα οικογένειες. Και εις την δεύτερην κάθισαν πολλές οικογένειες. Η πρώτη ήταν στην ανατολική πλευρά της πλατείας Καλαμπακίου και η δεύτερη προς Βορράν της πλατείας περί τα τριακόσια μέτρα μακριά. Πάντως σε αυτές τις αχυρώνες, όπως τις λέγανε τότε οι πρόσφυγες, κατοίκησαν πολλές οικογένειες προσφύγων. Οι υπόλοιποι κατοίκησαν σε υπόστεγα, σε στάβλους, αχυρώνες και σε παλαιά σπίτια και ακατοίκητα  των τότε κατοικούντων Τούρκων.

 -Όλοι οι πρόσφυγες Κρυονερίτες είχαν σιγά σιγά αποκατασταθεί. Αλλά η αποκατάστασίς των ήταν μαρτυρική. Πολλοί από τους πρόσφυγες είχαν τις αποσκευές τους εκεί όπου κοιμούνταν και δίπλα τους είχαν τα ζώα τους (γελάδια). Φαντασθείτε πως περνούσαν από την βρωμιά. Αλλά δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Μετά την αποκατάστασίν των ως γεωργοί έπρεπε να σπείρουν ότι μπορούσαν. Χωράφια υπήρχαν τότε κενά πολλά. Έσπειραν ότι μπόρεσαν, για να ελπίζουν τον ερχόμενο χρόνο να βγάλουν  το ψωμί τους, να φάνε αυτοί και τα παιδιά τους.
Οικογένεια Κρυονεριτών στο Καλαμπάκι το 1928

                               Κεφάλαιον 6-ον   

                Πως ήταν το Καλαμπάκι το έτος 1922

-Εδώ θα πρέπει, και είναι ορθόν και λογικόν, λόγω της ιστορίας του Καλαμπακίου να πούμε και να περιγράψουμε πώς ήταν το χωριό Καλαμπάκι προ της εγκαταστάσεως των προσφύγων στο χωριό αυτό (το Καλαμπάκι). Το Καλαμπάκι λοιπόν, όσοι το ενθυμούνται από τότε, ήταν ένα χωριουδάκι που έδειχνε και ήταν, μπορούσε να πεί κανείς, ένα κατσιβελοχώρι εκ πρώτης όψεως. Όποιος και να το έβλεπε και ανέπνεε τον αγέρα του, θα έλεγε –και δικαίως θα το έλεγε- «εδώ βρίσκονται και κάθονται γύφτοι ή κατσίβελοι». Τα πάντα μύριζαν, χειμώνα ή καλοκαίρι. ‘Όταν ήρθαν οι πρόσφυγες, στην αρχή είπαμε ότι ξέζεψαν τα βοϊδόκαρά τους στην πλατεία του Καλαμπακίου. Ήταν μια πλατεία ακανόνιστη, γύρω γύρω όλο χόρτα ψηλά και που μύριζαν και ήταν φίδια και διάφορα άλλα ζ΄λάπια. Στη μια πλευρά της πλατείας (ή) την βορειοδυτικήν, ήταν το τζαμί με τον μιναρέ. Δίπλα προς Βορράν και σχεδόν κολλητά ήταν ένα μικρό κτίσμα, το οποίον το χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι ως γραφείον Κοινότητος. Μπροστά από το τζαμί και προς ανατολάς και κοντά στο τζαμί και μέσα στην πλατεία υπήρχε ένα άλλο κτίσμα, το οποίον αυτό τι το χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι δεν έμαθα, αλλά νομίζω ως ξενώνα. Ανάμεσα στο τζαμί και στο εν λόγω κτίσμα υπήρχε ένας μικρός τοίχος, ο οποίος ήταν μάλλον περίφραξις του τζαμιού, ο οποίος προστάτευε ή εφύλα(γε)ν λίγα μνήματα Τούρκων. Γύρω γύρω της πλατείας, ένθεν και ένθεν, (ήταν) αχυρώνες ή στάβλοι που έριχναν πολύ άσχημες μυρωδιές.

-Η εν λόγω  πλατεία ήταν γεμάτη χώματα και η σκόνη πολλή λόγω του καλοκαιριού γινόταν περισσότερη και ήταν γεμάτη κοπριά από μεγάλα και μικρά ζώα που περνούσαν από την πλατεία και πήγαιναν στους στάβλους. Ποτέ δεν καθαρίζονταν αυτές οι κοπριές, παρά μόνον όταν έβρεχε, τότε μόνον ξεπλύνονταν. Εκεί ανατολικά της πλατείας και περί τα εκατό μέτρα βρισκόταν η μεγάλη αχυρώνα που μνημόνευσα πιο μπροστά, όπου κατοικήσανε περίπου τριάντα οικογένειες προσφύγων μαζί με τα ζώα τους (μεγάλα γελάδια). Εις την εν λόγω πλατεία πρέπει να πώ ότι, όταν απεγκατεστάθησαν οι πρόσφυγες και μετά, όταν περνούσαν  τα γελάδια και πήγαιναν για βοσκή το πρωϊ  όταν τα έβγαζαν από τους στάβλους, πρέπει να πώ, σαν κόπριζαν, πολλοί κάτοικοι του χωριού μας έβγαιναν μα τα καρότσια και μάζευαν τις κοπριές των ζώων, τις οποίες ανακάτευαν με άχυρα ή χόρτα,,τα χτυπούσαν κατόπιν στους τοίχους των στάβλων ή των σπιτιών, ξηραίνονταν εκεί και μετά τα ξήλωναν και τα χρησιμοποιούσαν στη φωτιά προς καύσιν. Ήταν τα πρόχειρα καύσιμα. Τα σοκάκια, οι λίγοι δρόμοι που υπήρχαν τότε, ήταν όλο χώμα και στενοί, δεν μπορούσες να περάσεις. Όταν έβρεχε, γίνονταν λάσπες πολλές και βούλιαζαν μέχρι το γόνατο, αν επιχειρούσες να περάσεις. 

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΛΑΜΠΑΚΙΟΥ ΔΡΑΜΑΣ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 20 ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΛΟΤΡΑΠΕΖΗΣ ΘΕΟΔ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡ, ΑΛΜΠΑΝΤΗΣ ΧΑΡ, ΚΩΝ/ΝΙΔΗΣ ΘΕΟΔ, ΜΕΝΕΞΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓ, ΚΑΙΤΑΤΖΗΣ ΓΕΩΡΓ, ΧΑΤΖΗΓΡΗΓΟΡΗΣ ΓΡΗΓ,ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΜΕΛ, ΚΩΝ/ΝΙΔΗΣ ΙΩΑΝ, ΚΡΥΩΝΙΔΗΣ ΚΡΥΩΝΑΣ,ΚΑΤΣΑΡΧΟΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ,ΚΑΛΟΤΡΑΠΕΖΗΣ ΠΕΤ ΚΑΙ ΖΑΧΑΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΖΑΧ.

-Στη μέση  του χωριού περνούσε ένα χαμήλωμα σαν χαντάκι βαθύ, που ήταν γεμάτο νερό που ανάβλυζε από πάνω, προς βορράν του χωριού, όπου σήμερα είναι τα σπίτια των Ανθοπουλαίων και των Καρολιδαίων όπου το χαντάκι αυτό, όταν έβρεχε, συγκέντρωνε το σου (νερό) που ο κάτω μαχαλάς που περνούσε πλημμύριζαν σπίτια, αχυρώνες και κήποι. Σήμερα δεν υπάρχει, οι πηγές εξηράνθησαν. Από πηγάδια στο Καλαμπάκι, μέσα στο χωριό, υπήρχαν μερικά. Το καλύτερο ήταν στο σημείο που είναι σήμερα του Δημητρού του Μαγόπουλου το σπίτι. Ήταν εκεί μπροστά και κοντά στον δρόμο. Από αυτό το πηγάδι έπαιρναν νερό για πιόμα όλο το χωριό και έπιναν. Σήμερα δεν υπάρχει, εξηράνθη. Είχε επίσης και ένα πηγάδι, και αυτό είχε αρκετό νερό, το κατσιβέλικο πηγάδι, έτσι το έλεγαν τότε. Ήταν μπροστά στο οικόπεδο του Συνεταιρισμού (Σούπερ Μάρκετ). Σήμερα και αυτό δεν υπάρχει, εβουλώθη, γιατί εξηράνθη και γιατί το οικόπεδο αυτό το αγόρασε ο Γεωργικός Συνεταιρισμός και έκτισε Σούπερ Μάρκετ και τα γραφεία του. Επίσης είχε ακόμη ένα πηγάδι στην πλατεία τότε και προμηθεύονταν νερό το καφενείο που ήταν το μόνο και στην πλατεία όπου σύχναζαν οι Τούρκοι. Το πηγάδι αυτό ήταν καλό, είχε πολύ νερό, όχι όμως πόσιμο. Αλλά ήταν χρήσιμο, εκτός που έπαιρναν νερό ο γύρω μαχαλάς, έπαιρνε και το καφενείο και πότιζαν και πολλά ζώα ο κόσμος. Ως ενθυμούμαι το πηγάδι αυτό ήταν μέσα σε κοινοτικό μέρος, στην άκρη της πλατείας και μπροστά στο καφενείο. Η πλάκα που ήταν το δακτυλίδι του πηγαδιού τοποθετημένο επάνω ήταν χωρισμένη σε δύο κομμάτια. Σκάλωσε το κάρο στην πλάκα αυτήν και, καθώς το άλογο ήταν γερό (δυνατό), την παρέσυρε, άνοιξαν τα δύο τεμάχια της βάσης που πατούσε απάνω το δακτυλίδι. Μέσα  το πέτρωμα του πηγαδιού ήταν αρκετά φαρδύ και έτσι το δακτυλίδι του πηγαδιού έπεσε μέσα στο πηγάδι, στον πάτο, και έκτοτε έμεινε εκεί. Είναι και θα είναι αιωνίως στον πάτο του πηγαδιού.
Ζευγάρι με βόδια στο Καλαμπάκι το 1928

- Έπειτα, όταν έγινε ο αναδασμός του Καλαμπακίου (1952), η πλατεία έχει εξωραϊσθεί, βούλωσε το πηγάδι και χάθηκε. Το δακτυλίδι όμως θα μείνει πάντα και αιωνίως μέσα στο πηγάδι αυτό. Το μέρος του είναι προς νότον του καφενείου του Όθωνος Παπαδοπούλου, που σήμερα είναι αποθαμένος. Είναι έξω από το οικόπεδο του καφενείου, είναι στην γωνία (της) προς βορράν της πλατείας, μπροστά στο καφενείο. Είχε και άλλα πηγάδια, αλλά όλα εξηράνθησαν.

-Προς τα νοτιοδυτικά και έξω από το χωριό είχε το δάσος, το οποίον ακόμη σώζεται και υφίσταται. Το δάσος αυτό ήταν στην ακμή του, όταν το έτος 1916, διαρκούντος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, όταν πέρασαν οι Βούλγαροι σύμμαχοι της Γερμανίας, τότε σε αυτόν τον πόλεμον το είχαν κόψει όλο, δεν ξέρω για ποιόν λόγο. Έκτοτε όμως μεγάλωσαν τα δέντρα και πάλιν και έγινε και πάλι το Δάσος, όπως ήταν και το καμάρωναν οι Καλαμπακιώτες και έφτιαχναν και φτιάχνουν μέχρι σήμερα χορούς, διασκεδάσεις και πανηγύρια.  Έκτισαν  δε οι Καλαμπακιώτες και ένα μοναστηράκι στο Δάσος αυτό, το οποίον είναι αφιερωμένο στον Άγιο Κωνσταντίνον και Αγίαν Ελένην, τους ισαποστόλους. Άλλο δασάκι μικρό είχε στο νοτιανατολικό μέρος του χωριού, το οποίον όμως ήταν ιδιωτικό, το είχε, το όριζε ένας Τούρκος που είχε το σπίτι του δίπλα, Ιτρίζ τον έλεγαν, και όταν γινόταν λόγος για το δάσος αυτό, «αυτό», έλεγαν όλοι «αυτό είναι του Ιτρίζ το κουρί (δάσος)». Και αυτό όμως ξεριζώθηκε όταν έφυγαν οι Τούρκοι. ‘Εμεινε, μπήκε μέσα στον οικισμό Καλαμπακίου.

 -Πρέπει ακόμη να πώ ότι στα βορειοδυτικά του Καλαμπακίου  ήταν τα ξακουστά Κατσιβέλικα. Αυτά ήταν καλύβες που κάθονταν μέσα Κατσιβέλοι (Γύφτοι) που εύρισκαν δουλειά ή και δούλευαν όλοι στους Τούρκους που ήταν στο Καλαμπάκι. Έκαναν όλες τις δουλειές των Τούρκων, γεωργικές ως επί το πλείστον, με αμοιβή. Αυτή ήταν η δουλειά τους. Αυτοί δεν ήταν εγκατεστημένοι στο χωριό,μόνον εύρισκαν δουλειά στους Τούρκους και έτσι ζούσαν. Όταν ήρθαν οι Έλληνες πρόσφυγες στο Καλαμπάκι, αυτοί όλοι έφυγαν αμέσως,εξαφανίστηκαν.

Aρχές της δεκαετίας του 30 στο Καλαμπάκι Δράμας.
1. Πιτατζίδης Χαράλαμπος 3. Μαγοπούλου Χρυσή 4. Μαγόπουλος Κων/νος 5. Παπαλεόντιος 6. Παπαδημοσθένης 7. Καράδαης Θεοδόσιος 8. Κομβόπουλος Βασίλειος Μητροπολίτης Δράμας 9. Διαμαντακέρης Διαμαντής 10. Κετσιμπάσης Γρηγόριος 12. Λουτρίδου 13. Μακριώτης 16. Εμμανουηλίδης Θεόδωρος 18. Κωνσταντινίδης Θεόδωρος 19. Αντωνιάδης Ιορδάνης 20. Ευσταθόπουλος Βασίλειος 21. Παπαλεξίου Αλέξιος 22. Ασλανίδης Λεωνίδας 23. Μαρτιάδης Χρήστος 24. Μιχαηλίδης Μιχαήλ 25. Τσουκτένογλου Δημήτριος 11. Αθανασιάδου Φανή 15. Σκαπαρδόνης και 17 Κωνσταντινίδης Γιαννάκης.

-Στο κέντρο και προς τα δυτικά της πλατείας ήταν το τζαμί των Τούρκων, το οποίο έμεινε μερικά χρόνια, όταν όμως έφυγαν πλέον οι Τούρκοι από το Καλαμπάκι, κατεδαφίσθη και ο μιναρές του, γκρεμνίστηκε. Στο μέρος αυτό σήμερα είναι το Κοινοτικό Κατάστημα του Καλαμπακίου. Λίγο πιο κάτω από το τζαμί και προς τα δυτικά της πλατείας ήταν η μικρή Εκκλησία των χριστιανών, που συγκρατούσαν πολύ φτωχικήν οι ολίγοι Έλληνες που βρίσκονταν και οι λίγοι Κρυονερίτες που έμειναν στο Καλαμπάκι, όταν πρωτοήρθαν το 1914 και δεν επέστρεψαν το 1920 στην Θράκη, αλλά είχαν μείνει στο Καλαμπάκι’ και που τώρα οι πρόσφυγες τους βρίσκουν εδώ και είχαν αυτήν την μικρήν, φτωχιάν και παραγκωνισμένην από τους Τούρκους (εκκλησίαν). Σήμερα στο μέρος όπου ήταν το μικρό αυτό εκκλησάκι ανεγέρθη δια δευτέραν φορά (μίαν το 1925 και την δευτέραν μετά το 1972 και εντεύθεν) (ανεγέρθη) περικαλλής ναός αφιερωμένος εις τον Άγιον Γεώργιον.

-Παρ΄ότι θα περίμενε κανείς οι κάτοικοι του Καλαμπακίου να αφιερώσουν την εκκλησία της νέας τους πατρίδας στον Άγιο Αθανάσιο, πολιούχο του παλαιού τους χωριού, εντούτοις αυτό δεν συνέβη εξαιτίας του Γεωργίου Παπαλεξίου από τη Λάιστα της Ηπείρου. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του εγγονού του κ.Γεωργίου Μυλωνά, πρώην δημάρχου Καλαμπακίου, ο Γ.Π., γιός ιερέα, ήρθε στη περιοχή της Δράμας το 1908, εγκαταστάθηκε στο Καλαμπάκι μαζί με τους Κρυονερίτες του πρώτου εκτοπισμού (1914) και παρέμεινε σ΄αυτό, όταν εκείνοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους (1919). Το 1922 που οι Κρυονερίτες επέστρεψαν οριστικά και αποφάσισαν να χτίσουν εκκλησία, ο Γ.Π. πρωτοστάτησε στην συγκρότηση επιτροπής για την πραγματοποίηση εράνου. Ο ίδιος  μάλιστα μετέβη στη Λάιστα για να ζητήσει βοήθεια από τους συμπατριώτες του. Με τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν αγοράστηκε από Τουρκική οικογένεια το οικόπεδο στο οποίο είναι σήμερα χτισμένη η εκκλησία. Επειδή ο Γ.Π. αγαπούσε πολύ τον συνονόματό του Άγιο Γεώργιο και επιθυμούσε διακαώς να αφιερωθεί η εκκλησία στο όνομά του, γι΄αυτό φρόντισε να θάψει κρυφά στο οικόπεδο όπου θα κτιζόταν η εκκλησία μια εικόνα του Μεγαλομάρτυρα. Έπειτα έβαλε κάποιον άσχετο, που ήταν της εμπιστοσύνης του, να τριγυρίζει στο χωριό και να διαδίδει ότι είχε δεί στον ύπνο του τον Άγιο Γεώργιο, ο οποίος του είπε ότι υπάρχει εικόνα του θαμμένη στο οικόπεδο της εκκλησίας. Η εικόνα βρέθηκε στη θέση που υποδείχτηκε και μετά από αυτό κανείς δεν τόλμησε να φέρει αντίρρηση στον Άγιο…

-Το πρώτο Δημοτικό Σχολείο ευρίσκεται ανατολικά της πλατείας σε ένα παλαιό οίκημα, το οποίον λειτούργησε από το 1923 έως το 1931, όπου τότε εκτίσθη το πρώτον Δημοτικό Σχολείον. Εγώ τα γράμματά μου έμαθα στο παλαιόν οίκημα από 1925 – 1929.

-Αποσπάσματα από το Βιβλίο του Πασχάλη Κρικόπουλου «Οι Θεμελιωτές του  χωριού Καλαμπακίου Δράμας»



Δεν υπάρχουν σχόλια: