Τετάρτη 6 Μαρτίου 2024

Επιστροφή στο Κρυόνερο (1919) - Β΄Εκπατρισμός (1922)

 

                                                                 Επιστροφή στο Κρυόνερο (1919)

                                                                  Β΄Εκπατρισμός (1922)

-Απόσπασμα από το Βιβλίο «Καλαμπάκι 1914 – 2014 Μαρτυρίες»

 Επιμέλεια κειμένων Κυράνθη Στράντζαλη

-Οι Θρακιώτες πρόγονοί μας έζησαν στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας ως το Φθινόπωρο του 1919, οπότε οι περισσότεροι επέστρεψαν και πάλι στην Ανατολική Θράκη, για να γυρίσουν οριστικά το φθινόπωρο του 1922, ακολουθώντας την μοίρα του Μικρασιατικού Ελληνισμού.

«το Κρυόνερο το διέσχιζε από Βορράν προς Νότον ένα ποτάμι με γάργαρο νερό και όπου, θυμάμαι, είχε νερόμυλους που αλέθανε άλευρα οι χωριανοί μας και μίαν βραδιά, μαζί με τον Σταύρο Παναγιώτου, ένα παιδί που πέθανε εδώ στο Καλαμπάκι, όταν ήρθαμε πίσω πάλι, μαζί με αυτόν κάναμε ένα κύκλο στο ποτάμι από πέτρες, σαν μάνδρα, και το πρωί πήγαμε και το βρήκαμε γεμάτο ψάρια και τα πιάσαμε και τα πήγαμε σπίτια μας και τα τσιγαρίσαμε και τα φάγαμε». (Πασχάλης Κρικόπουλος, 1., Η ζωή μου).

«Εδώ πρέπει να πω ότι κατάλαβα (πως) το σπίτι όπου είχα γεννηθεί ήταν ένα χαμηλό σπιτάκι, (που) είχε ένα σκεπαστό χαγιάτι, σαν αυτά που είδα αργότερα στα χωριά που έσπερναν καπνά και, όταν έφερναν τα φύλλα του καπνού, τα έβαζαν εκεί στη σκιά  και τη δροσιά και τα μπούρλιαζαν να τα ξεράνουν. Σε αυτό το χαγιάτι που ήταν περιφραγμένο στην αυλή, για να είναι πιο ασφαλές από την είσοδο ξένων ανθρώπων.

  Προς τα μέσα ήταν οι τοίχοι με τις πόρτες, όπου χωρίζονταν δύο δωμάτια και μια μικρή κουζινίτσα. Το υπόλοιπο ήταν το σκεπαστό χαγιάτι, έτσι το λέγανε τότε. Εκεί, όταν ήταν ζεστός ο καιρός, κοιμόμασταν τα βράδια. Ενθυμούμαι και γι΄αυτό το γράφω, δια τον ιστορικόν, όταν έβρεχε, τραγουδούσα σε αυτό το χαγιάτι, διότι δεν  έβρεχε σε αυτό. Οι βροχές ήταν καλοκαιρινές και ραγδαίες και ακόμη ενθυμούμαι και το τραγούδι, που το είχα μάθει από άλλα παιδιά μεγαλύτερά μου, και τα λόγια αυτού του τραγουδιού:

                   Βρέξε, βρέξε μια βροχή, μια βροχή, μια σιγανή,

                    να φτηνάνει το ψωμί, να το φάνε οι φτωχοί»   

                   (Πασχάλης Κρικόπουλος, 14., Η ιστορία μου).

Ο Γ.Κ.Χατζόπουλος (Συμβολή εις την λαογραφία του Κρυονέρου Ανατολικής Θράκης τ.1 σελ.85) σημειώνει πως το τραγούδι το τραγουδούσαν σε περιόδους ανομβρίας, όταν εκτελούσαν το μαγικό δρώμενο Λάπατα, με στόχο την πρόκληση σιγανής και όχι καταστροφικής βροχής. Τότε στόλιζαν ένα ορφανό κοριτσάκι με λάπατα και κάποιες γυναίκες το περιέφεραν σε όλα τα σπίτια του χωριού τραγουδώντας το τραγούδι ως εξής:

                                   «Βρέξε, καλέ μ’ Θιγιέ μ’ ,

                                     βρέξε, βρέξε μια βροχή,

                                     να κατέβει στο ταρσί,

                                     να φτηνάνει το ψωμί,

                                     να το τρώνα οι φτωχοί».

«Κατανικηθέντες όμως η συμμαχία των, η Γερμανία, η Ιταλία η Βουλγαρία και η Τουρκία, χάσαντες λοιπόν η συμμαχία των τον πόλεμον, άνοιξαν πάλι οι δρόμοι για την Ανατολικήν Θράκην και εδόθη εντολή, όσοι εκ των Κρυονεριτών θέλουν να γυρίσουν στα μέρη τους, μπορούν να πάνε, τα μέρη τους ήταν ελεύθερα. Έτσι η πλειονότης των Κρυονεριτών αποφάσισε να πάει στα μέρη τους, εφόσον όλη η περιουσία τους ήταν εκεί: χωράφια, σπίτια, αποθήκες στάβλοι, αμπέλια και όσα εγκατέλειψαν όταν έφυγαν. Ετοιμάσθηκαν λοιπόν και ξεκίνησαν για την «ωραία πατρίδα», όπως έλεγαν τότε πολλοί Κρυονερίτες. Μερικοί όμως δεν τους ακολούθησαν στην επιστροφή και έμειναν στο Καλαμπάκι.

  Ξεκινήσαντες και πάλιν πήραν ότι μπόρεσαν και πάλι με τους αραμπάδες τους αγάλι αγάλι έφθασαν στο Κρυόνερο, το χωριό τους. Φθάσαντες το φθινόπωρο του 1922 στο Κρυόνερο, κατοίκησαν εκεί, όπως γνωρίζουμε, μέχρι το 1922, οπότε και πάλι αναγκασθέντες εγκατέλειψαν το χωριό τους στις 20 Οκτωβρίου 1922 και πάλιν για το Καλαμπάκι Δράμας.

  Οι Κρυονερίται, Έλληνες όλοι καθαροί και φρόνιμοι, διότι, αν και ζούσαν υπό τούρκικην διοίκησιν, το χωριό μας όμως ήταν καθαρώς ελληνικόν, κατοικούνταν μόνο από Έλληνες, δεν είχαμε στο χωριό μας τούρκικον στοιχείον (…) Σε άλλο μου διήγημα αναφέρω και γράφω ήθη και έθιμα των Κρυονεριτών και εδώ θα αναφέρω ένα: τον τελάλη. Ναι τον τελάλη, που εκτός από έκανε χρέη κλητήρος στην Κοινότητα, είχε και μίαν άλλην αποστολήν: όταν είχαν να αναγγείλουν κάτι στους κατοίκους του Κρυόνερου, έπαιρνε από τον Μουχτάρ (Πρόεδρο της Κοινότητας), γυρνούσε σε ορισμένα σημεία του χωριού και βροντοφωνούσε το άγγελμα που είχε εντολή να αναγγείλει. Μετά πήγαινε σε άλλο σημείο του χωριού και μετά σε άλλο και εφώναζε δυνατά, ούτως ώστε να ακούσουν μέσα στην ησυχία της νύχτας όλοι οι χωριανοί. Το είχαμε το έθιμο αυτό και ενημερωνόμασταν για οτιδήποτε, καλόν ή κακόν. Ήταν ο πιο καλός και γρήγορος τρόπος.

  Είχαν περάσει τρία χρόνια που επέστρεψαν στα μέρη τους οι Κρυονερίτες και είχαν αρχίσει να ζουν καλά και ήρεμα στο Κρυόνερο, διότι, όταν τον πρώτο διωγμό του 1914 και που επέστρεψαν πίσω στα μέρη τους το 1920, ο καθένας πήγε στο σπίτι του. Είχε τον στάβλον, του τον αχυρώνα του, την αποθήκη του και έτσι ο καθένα του (ς) είχε τις ανέσεις του και έτσι ζούσαν καλά. Πάντοτε όμως συλλογίζονταν, διότι ο πόλεμος συνεχίζονταν, και δεν ήξεραν τι έκβαση θα πάρουν τα πράγματα και γι΄αυτό πάντοτε είχαν τον φόβο μήπως κάποιο κακό μπορούσε να συμβεί.

  Έτσι εχόντων των πραγμάτων και γεγονότων, ο κόσμος περνούσε στιγμές μεγάλης αγωνίας. Και η αγωνία των αυτή επαλήθευσε ναι, επαλήθευσε, όταν μίαν βραδιάν πολύ ξαφνικά ο κόσμος είχε μαζευτεί στα σπίτια τους – ή και μερικοί πήγαν σε συγγενικά των σπίτια – και κουβέντιαζαν, άλλοι πάλι έδιναν οδηγίες δια την αυριανήν δουλειάν (…) Ήταν λίγες μέρες πριν την 20 Οκτωβρίου του 1920. Ξάφνου όμως μέσα στην ησυχία της νύχτας ακούγεται η βροντερή φωνή του τελάλη που έλεγε και ξαναεπαναλάμβανε πάντα τα ίδια θλιβερά λόγια: «Ακούστε χωριανοί! Έχω να σας πω ένα κακό χαμπέρι! Από αύριο όλοι οι χωριανοί να αρχίσουν να ετοιμάζονται, να ετοιμάσουν τα ρούχα τους, το ψωμί τους, τους αραμπάδες τους, τα ζώα τους και ότι άλλο μπορούν να πάρουν μαζί τους, διότι περιμένουμε ώρα την ώρα διαταγή να σηκωθούμε και να φύγουμε από το χωριό μας. Θα αφήσουμε και πάλι το Κρυόνερο και τη Θράκη και  θα πάμε πάλι στη Μακεδονία. Ακούστε, (μ)πρεεεεεεεε!». Αυτά τα ίδια λόγια τα επαναλάμβανε και τα ξαναεπαναλάμβανε συνέχεια περπατώντας σε κάθε μαχαλά, ούτως ώστε να ακούσουν όλοι το θλιβερό αυτό μήνυμα.  (Την ίδια αγωνιώδη ανάμνηση είχε και η κ.Σταυρούλα σύζυγος Διογένη Αργυρόπουλου, το γένος Ευσταθοπούλου. Όταν διάβασα για το περιστατικό αυτό, πίστεψα πως επρόκειτο για λογοτεχνική επινόηση και συγγραφική προσθήκη του Π.Κ.. Κατά τη διάρκεια όμως ενός ταξιδιού στο Κρυόνερο στις αρχές του 2010 άκουσα με έκπληξη τον Βασίλη Αργυρόπουλο να επαναλαμβάνει τα λόγια της θετής γιαγιάς του Σταυρούλας Ευσταθοπούλου Αργυρόπουλου, εικοσάχρονης τότε, για το άγχος, την αγωνία και τον τρόμο που της προκάλεσε το θλιβερό χαμπέρι του τελάλη). (Πληρ.Βασίλης Αργυρόπουλος εγγονός).

   Οι Κρυονερίτες, ένας Θεός μόνο ξέρει τι πανικός τους έπιασε, τι φωνές, τι κλάματα, τι στενοχώρια! Κανείς δεν  μπορεί να νοιώσει ή να αισθανθεί τις ώρες αυτές, ει μη μόνον αυτός που τις έζησε και τις ένοιωσε. Ούτε να φάνε ούτε να πιούνε ήθελαν και ούτε τα μάτια των τα έκλεινε ο ύπνος, Παρά μόνο έριχναν το κεφάλι τους κάτω και συλλογίζονταν. Είχαν όλοι σ(μ)παραλιάσει, είχαν γίνει πτώματα ακούγοντας το μήνυμα αυτό. Έτσι συλλογίζοντας τους βρήκε το πρωϊνό και ξεχύθηκαν στους δρόμους να μπορέσουν να μάθουν κάτι. Αλλά όπου κι αν πήγαιναν και ρωτούσαν, αυτή την απάντηση πάντα έπαιρναν. Η διαταγή ήταν ρητή. Έπρεπε να ετοιμαστούν και κατόπιν άλλης διαταγής να ξεκινήσουν να φύγουν. Ναι, να φύγουν από τα αγαπητά τους μέρη, το χωριό τους το Κρυόνερο που τόσο πολύ το αγάπησαν όλοι!

   Ότι κι αν έλεγαν και όσο και αν έκλαιγαν και βαρυγκομούσαν, μια λογική κυριαρχούσε και επικρατούσε: έπρεπε να ετοιμαστούν, έπρεπε να φύγουν, διότι ώρα με την ώρα ίσως να τους επισκέπτονταν τα τουρκικά κομιτάτα που υπήρχαν ή συγκροτήθηκαν τώρα. Αυτό κανείς δεν το ΄ξερε και τότε ουαί και αλλοίμονον. Θα ΄ναι πλέον αργά. Και έτσι όλοι ετοιμάστηκαν και ό,τι (μπόρεσε) ο καθένας πήρε μαζί του και στις 20 Οκτωβρίου 1922 ανεχώρησαν για την Μακεδονία.

   Με βαριάν την καρδιά τους οι Κρυονερίτες άρχισαν να ετοιμάζονται για την αναχώρησιν. Οι άνδρες ετοίμαζαν τους αραμπάδες τους, τα ζώα τους, έβαλαν ολίγα σακιά με αλεύρι και λίγο σιτάρι στους αραμπάδες τους, οι γυναίκες ετοίμασαν ότι μπορούσαν, πάντα εν συνεννοήσει μετά των ανδρών των, διότι δεν μπορούσαν να πάρουν και πολλά πράγματα, διότι το υπερβολικό βάρος πάνω στους αραμπάδες τους θα τους έσπαζε και θα τους διελούσε. Ήταν υποχρεωμένοι να πάρουν λίγα πράγματα μαζί τους, τα άλλα θα τα άφηναν μέσα στα σπίτια τους, τους στάβλους τους, στις αποθήκες τους, λεία των Τούρκων. Θα έπαιρναν τα μάτια τους και θα έφευγαν.

   Και έτσι έγινε. Όλα τα νοικοκυριά τους τα άφησαν στο χωριό τους. Παρά το βάρος που είχαν στα κάρα τους ορισμένοι χωρικοί πήραν μαζί τους ορισμένα ιερά σκεύη της Εκκλησίας τους. Κι όταν εδόθη το σύνθημα της αναχώρησης, με βαριά την καρδιά, τον πόνο και τα κλάματα των γυναικών ανεχώρησαν.

   …………………………………………………………………………………..

   Ένας εκ των Κρυονεριτών προτού φύγουν από τα Φέραι – είχαν τελειώσει οι τροφές των ζώων και βγήκε να βρεί κάτι να πάρει για τα ζώα του – πηγαίνοντας σε μία αχυρώνα να ζητήσει λίγο άχυρο, στο σπίτι που πήγε ο Γρηγορέλης Ιωάννης, διότι αυτός ήταν που πήγε να πάρει λίγο άχυρο, ήταν ενός Τούρκου, μη ιδών κανέναν ο δυστυχής  Γρηγορέλης, προχώρησε προς την αποθήκη του Τούρκου. Μια Τουρκάλα τον είδε που πήγαινε, ειδοποίησε κάποιον ένοπλον που είχε κρυμμένον στο σπίτι της, ίσως ήταν στρατιώτης ή κανείς Ανταρτικού Σώματος των Τούρκων που είχαν συστήσει οι Τούρκοι, για να αρπάζουν τις περιουσίες των Ελλήνων προσφύγων, κρυμμένος λοιπόν όπως ήταν ο οπλισμένος Τούρκος, σημάδεψε και πυροβόλησε τον Γρηγορέλην Ιωάννην ενώ πήγαινε στην αποθήκη και τον έριξε κάτω νεκρόν.

   Οι Κρυονερίται πληροφορηθέντες το περιστατικόν του σκοτωμού  του χωριανού τους Γρηγορέλη Ιωάννου του Ζαφειρίου, μεταβάντες παρέλαβαν το πτώμα του και το οποίον το έθαψαν σε ένα μέρος, ίσως κάποτε μπορέσου(ν) να τον μεταφέρουν στον τόπο που θα κατοικήσουν. Και έτσι είχαν ένα ακόμη θύμα των Κρυονεριτών. Και έτσι με βαριάν την καρδιάν που χάσανε ένα χωριανό τους στας Φέρας, έζεψαν τους αραμπάδες τους και ξεκίνησαν πάλι». (Πασχάλης Κρικόπουλος, 12., ο Σηκωμός, σελ. 8-15).

   Σαράντα (40) μέρες κράτησε – σύμφωνα με αφηγήσεις όσων ήταν τότε μικρά παιδιά- το βασανιστικό ταξίδι από την Ανατολική Θράκη στο Καλαμπάκι, ένα ταξίδι με βοϊδόκαρα, στα οποία επέβαιναν μόνο γέροντες, ασθενείς, λεχώνες και μωρά, και στα οποία είχε φορτωθεί το πιο απαραίτητο μόνο μέρος της οικοσυσκευής. Τα κάρα ακολουθούσαν δεμένες αγελάδες για την αντιμετώπιση των πρώτων αναγκών της προσφυγιάς. Εκεί τους υποδέχθηκαν οι ελάχιστες οικογένειες - γύρω στις 10 - που δεν επέστρεψαν στην επαρχία Βιζύης το 1919.  

   Νικόλαος Σωτηρέλης του Θεοδώρου: Γεννήθηκε το 1922 στο Κρυόνερο, αν και φέρεται ως γεννημένος στο Καλαμπάκι το 1923. Τριών ημερών λεχώνα η μάνα του Φιένκω (Ευγενία), ανεβασμένη στο βοϊδόκαρο, εγκατέλειψε το Κρυόνερο. Στη διάρκεια του μακρού και βασανιστικού ταξιδιού έσπασε ο άξονας του αμαξιού και το ολίγων ημερών βρέφος κύλισε στο έδαφος. Όμως επέζησε, «γιατί είχε μέρες να ζήσει».

   Λίγο αργότερα έφθασαν στον ίδιο τόπο και άλλοι πρόσφυγες. Στο Καλαμπάκι λοιπόν εκτός από τους Κρυονερίτες εγκαταστάθηκαν και πρόσφυγες από τον Καλφά, προάστιο της Κωνσταντινούπολης, οι Καλφακιώτες, αλλά και άλλοι από την περιοχή της Νίγδης της Καππαδοκίας, οι Καραμανλήδες. Όλοι μαζί ξεπέρασαν σιγά σιγά τον κλονισμό των πρώτων χρόνων και προσαρμόστηκαν στη νέα ζωή και πατρίδα, με την συνδρομή φυσικά και της ελληνικής πολιτείας, που τους παραχώρησε ξυλεία, κεραμίδια και μια μικρή οικονομική ενίσχυση, ώστε να χτίσουν τα σπίτια τους αμέσως σχεδόν μετά την εγκατάστασή τους. Αργότερα το 1936, η πολιτεία αποξήρανε τα έλη, απαλλάσσοντάς τους απ΄την πληγή της ελονοσίας και τους θανάτους από φυματίωση. Έτσι πέτυχαν πολύ γρήγορα να μεταβάλουν τη γή που τους διανεμήθηκε ήδη από το 1928 σε «Γη της Επαγγελίας».

   Φυσικό αφού τα χωράφια τους συμπεριλαμβάνονταν στα γνωστά για την ευφορία και αποδοτικότητά τους Τενάγη των Φιλίππων. 

  «Ήρθε αγάλλι αγάλλι η άνοιξις και το καλοκαίρι και όλο σχεδόν το Καλαμπάκι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, βρέθηκαν στη Βοσκή (Μεραλίκ) και άρχισαν να κόβουν πλιθιά, για να κτ(ί)σουν τα σπίτια τους. Τι ήταν τα πλιθιά; Ας το πούμε χάριν της ιστορίας μας και αυτό: σκάβανε χώμα, το βρέχαν με νερό, το κάνανε λάσπη, μετά είχαν καλούπια τέτοια που ήταν οι διαστάσεις του(ς) τέτοιες, που, όταν έριχναν την λάσπη μέσα στο καλούπι, (και έπειτα) κατάλληλα το τραβούσαν και το έβγαζαν, έμενε η λάσπη εκείνη σαν καλούπια, που όταν ξηραίνονταν, ήταν έτοιμα και γερά να χτιστούν τοίχοι για σπίτια. Ήταν αυτά τα πλιθιά γερά. (τα γνωστά κερπίτσια).  Όταν ξηραίνονταν, τα κουβαλούσαν με τα βοϊδόκαρά τους στα οικόπεδά τους ο καθένας, για να κτίσει το σπίτι της οικογένειάς του.

   Εδώ πρέπει να πούμε ότι, όταν ο Ροδάς ο τοπογράφος τελείωσε την χάραξιν των οικοπέδων, έγινε κλήρωσις και ο κάθε πρόσφυγας πήρε το οικόπεδό του και τώρα όσοι μπορούσαν να χτίσουν, αφού έκοψε τα πλιθιά του (ο καθένας), τα κουβαλούσε εκεί στο οικόπεδό του. Πρέπει να πω ότι όλοι, συγγενείς και φίλοι, αλληλοβοηθιούνταν να κουβαλήσουν λίγες πέτρες για τα θεμέλια των σπιτιών τους. Έτσι σιγά σιγά άρχισαν να χτίζουν τα σπίτια τους, ο καθένας όπως μπορούσε και σύμφωνα με τις οικονομικές του  δυνάμεις: μεγαλύτερο, μικρότερο, καλύτερο ή όχι. Οικοδόμους είχαμε και εμείς οι χωριανοί αλλά είχαν έρθει και από έξω για να τα οικονομήσουν. Έτσι το 1925 τα σπίτια ήσαν σχεδόν έτοιμα και άρχισαν να πηγαίνουν ο καθένας στο σπίτι του».  (Πασχάλης Κρικόπουλος, Οι Θεμελιωτές, σελ. 40).

  «… Τα πρώτα σπίτια, που τα θυμάμαι πολύ καλά, ήταν πλίνθινα μονώροφα με κεραμίδια στις στέγες. Μέσα στο σπίτι, στο πίσω μέρος συνήθως, υπήρχε και η αποθήκη, τ΄«αμπάρια», όπως τα λέγαμε. Εκεί έμπαινε η σοδειά, που ήταν ως επί το πλείστον σιτάρι και καλαμπόκι. Στο μπροστινό μέρος του σπιτιού ήταν τα δωμάτια όπου έμενε η οικογένεια. Ένα ή δύο δωμάτια για όλους. Όχι πολυτέλειες. Το δάπεδο ήταν σκέτο από χώμα. Όταν τρίβονταν από τις πατημασιές, οι νοικοκυρές το «πάτωναν», το περνούσαν με ειδική κόκκινη λάσπη για να φρεσκαριστεί, να γίνει λείο.

   Το χειμώνα  για να υπάρχει κάποια μόνωση στο δάπεδο, στρώναμε τις ψάθες. Αυτές γίνονταν από χόρτο και τις αγοράζαμε απ΄τη Δράμα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση που ξαναείδα τέτοιες ψάθες (πριν από πολλά χρόνια) στην Κωνσταντινούπολη. Η κουζίνα ήταν ανύπαρκτη για τα περισσότερα σπίτια. Σ΄ένα από τα δωμάτια υπήρχε απλό παραδοσιακό τζάκι, όπου μαγείρευαν οι μαμάδες. Πάνω στη πυροστιά έμπαινε η πήλινη κατάμαυρη κατσαρόλα, ο τσέστος, και έβραζε το φαγητό. Στο τζάκι έκαιγαν διάφορα: ξύλα , κάρβουνα, κοτσάνια (ότι μείνει από το καλαμπόκι όταν βγούν οι σπόροι του), καλαμποκιές, μέχρι και κοπριές. Αυτές γίνονταν από ακαθαρσίες ζώων, ζυμωμένες με άχυρα, που λιάζονταν και ξεραίνονταν στους τοίχους των στάβλων. Ακόμη και εμείς τα παιδιά ασχοληθήκαμε μ΄αυτή την παράξενη καύσιμη ύλη.

   Τα διάφορα πιατικά, κατσαρόλες, πιάτα, ταψιά τα έπλεναν κοντά στο πηγάδι που υπήρχε σε όλα τα σπίτια. Το νερό του πηγαδιού δεν το πίναμε γιατί ήταν ακατάλληλο. Μ΄αυτό ποτίζαμε τα λαχανικά, τα δένδρα και τα ζώα. Νερό πόσιμο παίρναμε από μία ή δύο βρύσες που υπήρχαν σ΄όλο το χωριό και η μεταφορά του ήταν δύσκολη. Οι μεγάλοι, λόγω ελλείψεως χρόνου έστελναν τα παιδιά στην βρύση με πήλινες στάμνες, με μπακίρες (χάλκινο σκεύος που έμοιαζε με μικρό καζάνι), με κουβάδες, να μεταφέρουν το νερό στο σπίτι.   Χρόνια διετέλεσα νεροκουβαλητής του σπιτιού μας» (Φούλα Στράντζαλη Πριάκου Το χωριό παληά).

  «…Έφτιαξαν μόνοι τους (οι πρόσφυγες) με αυτοσχέδια καλούπια τα κερπίτσια, με τα οποία έχτισαν κατοικίες για τις οικογένειές τους. Μερικοί εγκαταστάθηκαν σε παλιά τούρκικα σπίτια που άδειασαν με την ανταλλαγή πληθυσμών. Λίγα τα σπίτια αυτά, λίγες οικογένειες βολεύτηκαν. Ακόμη θυμάμαι μερικά τούρκικα σπίτια στο Καλαμπάκι.

   Σ΄ένα από αυτά έμενε η θεία μου η Αναστασία. (θυγατέρα Χρήστου Αντωνίου, σύζυγος Σωκράτη Σωτηρίου. Γιός της που ζεί στο Καλαμπάκι είναι ο Τάκης (Χρήστος) Σωτηρίου, ο επιλεγόμενος Φαντάρος). Ήταν ένα διώροφο μεγάλο σπίτι κτισμένο με πλιθιά και ξύλινα καδρόνια, τους τσατμάδες, για διαζώματα. Κάτω υπήρχε ένα μεγάλο χαγιάτι για τις αγροτικές δουλειές και πίσω απ΄αυτό ήταν ο στάβλος. Μια ξύλινη πόρτα, που έκλεινε τη νύχτα με κλαβανή (πόρτα στο πάτωμα ή στην οροφή), οδηγούσε στον δεύτερο όροφο. Τα σκαλοπάτια πολύ παλιά, έτριζαν κάτω από τα πόδια μας, βογγούσαν.

   Υπήρχε στον πάνω όροφο μια μεγάλη σάλα, εντελώς ανοιχτή εμπρός, και γύρω απ΄αυτήν τρία δωμάτια, ένα μικρό ευήλιο εμπρός και δύο ολοσκότεινα πίσω. Στο ένα απ΄αυτά υπήρχε και τζάκι για τη μαγειρική. Τα πατώματα ήταν ξύλινα και άφηναν μεγάλα κενά οι σανίδες μεταξύ τους. Χρειαζόταν μεγάλη προσοχή στο περπάτημα. Ολόκληρο πόδι χωρούσαν οι σχισμάδες. Τον χειμώνα που έμεναν από κάτω τα ζώα η μυρωδιά της κοπριάς έφθανε με ευκολία πάνω στο σπίτι.

   Αξέχαστο θα μου μείνει το δωμάτιο με το τζάκι σ΄αυτό το σπίτι. Ήταν τόσο σκοτεινό, που έβλεπα ολόγυρα φαντάσματα: τουρκάλες με φερετζέδες, Τούρκους οπλισμένους με χατζάρες μακριές, έτοιμους για επίθεση. Σ΄αυτό το σπίτι, καθώς μου λέει η μάνα μου, που είναι τώρα 83 χρόνων (το 1990), και η θεία μου που είναι περίπου 90 (η Καλλιόπη, σύζυγος Κωνσταντή Ιωαννίδη (Μουστακά), είδαν για πρώτη φορά Τούρκους και άκουσαν την τούρκικη γλώσσα. Ευτυχείς λοιπόν όσοι στεγάστηκαν, έστω και προσωρινά, σ΄αυτά τα παλιά τούρκικα σπίτια, μ΄όλες τις ατέλειές τους». (Φούλα Στράντζαλη Πριάκου Οι πρώτες κατοικίες).

  «Η συγκοινωνία μεταξύ Καλαμπακίου και Νικήσιανης στο Παγγαίο γίνονταν με βάρκες και τα κάρα περνούσαν από το σάλι, όπως έλεγαν τότε. Ήταν μια μεγάλη μαούνα, που ανέβαζαν επάνω τα κάρα (βοϊδόκαρα), τα οποία τα έσερναν επάνω στη μαούνα τα ζευγάρια και έτσι με τα ζώα τα τράβηξαν με σύρμα χονδρό και με καρούλι απέναντι, όπου η μαούνα έστρωνε σε σημείο που τα ζώα πάλι τράβηξαν έξω το κάρο. Έτσι γίνονταν τότε η συγκοινωνία. Όταν όμως το καλοκαίρι έφευγαν τα νερά, τότε έστρωναν με χόρτα (παπύρια) τον δρόμο και πήγαιναν τα κάρα πολύ κοντά στη μαούνα και τότε εκεί χρησιμοποιούνταν και πάλι η μαούνα, διότι εκεί είχε πάντοτε πολλά νερά, ακόμα το καλοκαίρι». (Πασχάλη Κρικόπουλου, Οι Θεμελιωτές, σελ. 16).

   Χαρακτηριστική της ευσέβειας των προσφύγων αλλά και της εναπόθεσης όλων των ελπίδων τους για την επιβίωση στον Θεό είναι και η μεταφορά πολύτιμων θρησκευτικών κειμηλίων στη νέα τους πατρίδα: του ιερού Ευαγγελίου, ιερών εικόνων, του χρυσοποίκιλτου υφάσματος του Επιταφίου, των εξαπτέρυγων, ακόμη και της καμπάνας της εκκλησίας τους στο Κρυόνερο. Ο Ιερέας Κρυονέρου παπα-Γιώργης Παπαδημητρίου, αλλά και όλοι οι πρόσφυγες, μερίμνησαν για την ανέγερση ναού στο κέντρο του χωριού, στη θέση προϋπάρχοντος ήδη από το 1914-15 ναϊσκου, στο όνομα όμως του Αγίου Γεωργίου και όχι του Αγίου Αθανασίου, όπως στην παλιά τους πατρίδα. Πολιούχος Άγιος ωστόσο εξακολουθεί να θεωρείται ο Άγιος Αθανάσιος και την ημέρα της δικής του γιορτής γίνεται το μεγάλο πανηγύρι του Καλαμπακίου με το κουρμπάνι, δηλ. τη θυσία ζώων στον Άγιο και τη συμμετοχή όλων των κατοίκων στο κοινό γεύμα.

  «Σήμερα στο μέρος όπου ήταν το μικρό αυτό εκκλησάκι ανεγέρθη δια δευτέραν φοράν (μία το 1925 και την δευτέραν μετά το 1971 και εντεύθεν ανεγέρθη περικαλλής ναός αφιερωμένος εις τον Άγιον Γεώργιον». (Πασχάλης Κρικόπουλος, Οι Θεμελιωτές, σελ. 16).

  «Η αφιέρωση του ναού στον Άγιο Γεώργιο και όχι στον Άγιο Αθανάσιο οφείλεται στον παππού μου Γεώργιο Μυλωνά από τη Λάιστα της Ηπείρου, γιό ιερέα, που είχε εγκατασταθεί στο Καλαμπάκι ήδη από το 1908. Ήταν μέλος της επιτροπής που πραγματοποίησε τον έρανο για το κτίσιμο του ναού και, επειδή ευλαβούνταν τον Άγιο Γεώργιο, έθαψε σε κάποιο σημείο του οικοπέδου όπου θα κτιζόταν η εκκλησία μια μικρή εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Ύστερα έπεισε κάποιον να διαδίδει στο χωριό πως είδε στο όνειρό του τον Άγιο Γεώργιο, που του υπέδειξε που να ψάξει, ώστε να βρεί την εικόνα του. Η εικόνα φυσικά βρέθηκε και μετά την «θαυματουργή» ανεύρεσή της όλοι πλέον σεβάστηκαν την «εκφρασθείσα επιθυμία» του Αγίου». (Γεώργιος Μυλωνάς, γιός της κόρης του προαναφερθέντος Άννας, πρώτος Δήμαρχος του Δήμου Καλαμπακίου).

 -Απόσπασμα από το Βιβλίο «Καλαμπάκι 1914 – 2014 Μαρτυρίες»

 Επιμέλεια κειμένων Κυράνθη Στράντζαλη


Δεν υπάρχουν σχόλια: