-Απόσπασμα από το εξαίρετο βιβλίο του Κώστα Νίγδελη «Τα
Λιμνά Γκιολτζούκ-Καππαδοκίας»
-Εξέχουσα θέση ανάμεσα στα πολυάριθμα έθιμα του χώρου κατέχουν αυτά που αφορούν τον γάμο, μιας και αναγνωρίζεται η ζωτική του σημασία όχι μονάχα ως θεμελίου της οικογενείας, της διαιώνισης του ανθρώπινου είδους αλλά και αυτής της κοινωνικής διάρθρωσης. Έθιμα που αναδεικνύονται στο διάβα του χρόνου και που με αξιοσημείωτη συνοχή μεταφέρουν το γεγονός, συμβάλλουν στην περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων και την ενίσχυση της ομάδας.
-Με
αξιοθαύμαστη μοναδικότητα, αυτήν της ράτσας, η αρχέγονη παράδοση που ξεκινά από
το τότε και που δεν έχει προσδιορισθεί ακριβώς και ούτε έχει καταγραφεί
βιβλιογραφικώς τηρείται ωστόσο με θρησκευτική ευλάβεια, με αρχές, κανόνες και τύπους
αναλλοίωτους στο διάβα του χρόνου από όλους, συστηματικά και αδιάλειπτα ακόμα
και σήμερα στις νέες πατρίδες.
-Βασικός
σκοπός και επιδίωξη του θεσμού ήταν:
-Η
διατήρηση των πολύτιμων, η ενεργή συμμετοχή της κληροδοτούμενης παράδοσης στο
εκάστοτε σήμερα, η αποφυγή της αλλοτρίωσης της εθνικής ταυτότητας και η αφομοίωση
γνώσεων και αξιών πολλών γενεών.
-Το
σημαντικότερο, όμως, ήταν ότι θεωρούσαν τον γάμο ως ένα από τα κορυφαία
γεγονότα της ζωής τους, σημαντικότατο σταθμό από τον οποίο εκπορεύονταν η χαρά,
η ευτυχία, η δημιουργικότητα, η ζωντάνια της ζωής και γι’ αυτό τον ονόμασαν και
χαρά, έννοια που ήταν φορτισμένη πέρα από το γενικότερο επικοινωνιακό χαρακτήρα
και με ηθικές- κοινωνικές αξίες όπως: η ευγονία, η αρρενογονία, ευζωία, η
κοινωνικοποίηση- εξωτερίκευση νέων ρόλων, η τελετουργική ενσωμάτωση νύφης-
γαμπρού στην οικογένεια.
-Αρχίζουμε
λοιπόν την περιήγησή μας σε τούτα τα πολύτιμα της κοινότητας του Γκολτζούκ μέσα
από τις μαρτυρίες των δικών μας ανθρώπων.
-«Ζήτημα αν θα άρεσε το παλικάρι στο κορίτσι
δεν υπήρχε... Το ίδιο φυσικά και για το αγόρι. Αν άρεσε στους γονείς, η υπόθεση
ήταν τελειωμένη. Ξέρανε στο χωριό για το αγόρι, γνωρίζανε το κορίτσι τι πράμα
είναι και στέλνανε τα χαμπέρια: “αυτό το κορίτσι θα σου δώσουμε” ή “αυτό το
αγόρι σου πρέπει”… και αντίρρηση καμία. Πήγαιναν οι γονείς του παιδιού και χαρίζανε
το σημάδι, αν προηγούμενα υπήρχε θετική ανταπόκριση, που ’ταν ένα δυο
φλουριά… Μια πράξη μπροστά μόνο στους συγγενείς της οικογένειας. Έσκυβε η νύφη,
έπαιρνε το σημάδι, ασπαζόντανε τα χέρια. Εννοείται χωρίς την παρουσία του αρσενικού,
που περίμενε με αγωνία με τους φίλους του στο σπίτι για τα νέα.
-Την
άλλη μέρα με τους φίλους του πορευότανε για το σπίτι της “δικιάς” του, που ούτε
καν ήξερε, με δώρα, έτσι για το κιμπαρλίκι. Κανένα φλουρί, κάποιο τσεμπέρι,
καμιά παντόφλα.
-Ο
αρραβώνας μπορούσε να κρατήσει το πολύ ένα χρόνο, ανάλογα φυσικά με το που ήτανε
ο γαμπρός. Η νύφη κατά τη διάρκεια του αρραβώνα κρατούσε σεσ’ σακλάρ, δηλαδή
έκρυβε φωνή, που απλά σήμαινε πως η κοπέλα δεν μιλούσε σε κανένα... Στον
πεθερό- πεθερά μόνο, αν τής έδιδαν τον λόγο ή μετά από κάποια κρυφή οπτική συναίνεση
των δικών της ανθρώπων, που πάντοτε ήταν παρόντες. Στον γαμπρό ούτε συζήτηση,
αν είναι δυνατόν; Κρύβεται. Αν τον δει ή συναντηθούν έπρεπε να πάει σε άλλη
κάμαρη ή να αλλάξει δρόμο.
-Ο
γάμος ήταν υπόθεση όλου του σογιού και ετοιμασίες ημερών.
-Βασικό
έθιμο ήταν αυτό με το δισάκι που γινότανε την Πέμπτη με τη μεταφορά της
προίκας. Βάζανε μέσα λίγο στάρι, λίγο ψωμί, φρούτα, σταφίδες, συμβολικά
πράγματα και πηγαίνανε στη νύφη, μαζί με το τσιβλί- κουρούπι, που ’χε
λάδι…
-Μόλις
φτάνανε εκεί, αφήνανε τα δώρα, ενώ η νύφη με κλάματα αγκάλιαζε αδελφές και
μάνα, φόρτωναν της νύφης την προίκα, ένα σεντούκ, πάπλωμα, χαλιά, τις φορεσιές
της και τα πηγαίνανε στο σπίτι του γαμπρού…
-Στο τραπέζι του Σαββάτου έπαιρνε μέρος όλο το χωριό, ακόμα και οι μουσουλμάνοι μας. Τρώγανε, πίνανε και κάπου σε κάποια στιγμή φέρνανε τον γαμπρό στη μέση του δωματίου και παρουσία του ιερέα μνημόνευαν τα προσφερόμενα δώρα τελετουργικά.
-Έπαιρνε το δώρο ο παπάς και φώναζε:
“Ο
Θεός να ευλογήσει. Ο Γιορνάν έκανε αυτό το δώρο”… και το άφηνε στη γωνιά.
Ερχόταν κάποιος άλλος, το ’δινε στον παπά και αυτός επαναλάμβανε την ίδια
διαδικασία.
-Το
ίδιο βράδυ είχαμε το έθιμο των γυναικών. Τρεις γυναίκες από το σόι της νύφης
ερχότανε προς το τέλος του γλεντιού κρατώντας κάθε μια από ένα πιάτο. Στο πιάτο
της πρώτης υπήρχε πετμέζι, για να ’ναι η ζωή τους πάντοτε δυναμική. Στης δεύτερης
το πιάτο υπήρχε μέλι, για να ’ναι ο γάμος τους πάντοτε μελωμένος. Στης τρίτης
το πιάτο γλυκά σιροπιαστά, για να ’χουν πάντοτε τη γλυκάδα της χαράς. Στέκονται
στη μέση, απέναντι στον γαμπρό, τον πλησιάζουν και εκείνος παίρνει ένα κουτάλι
και τρώει από όλα τα πιάτα, δίδοντας μάλιστα από ένα συμβολικό δώρο σε κάθε μια
από αυτές. -Ιδιαίτερη συνήθεια ήταν το τάξιμο της πεθεράς, όταν η συνοδεία του κουμπάρου πήγαινε να πάρει
τη νύφη από το σπίτι της. Κλείνανε τις πόρτες και οι από μέσα κοπελιές ζητούσαν
ανά παρασούν, δηλαδή της μάνας τα λεφτά.
-Και
εκεί γινότανε διάφορα ευτράπελα παζάρια… 10 γρόσια, 20 γρόσια, 30 γρόσια,
ανάλογα φυσικά με την οικονομική δυνατότητα του κουμπάρου.
-Μετά
τη στέψη, τα συχαρίκια και τα φιλήματα, η γαμήλια πομπή γύριζε στο σπίτι πια
του γαμπρού, για να τους υποδεχτούν πρώτα πρώτα οι φίλοι του γαμπρού με παλιές
στάμνες.
-Ανέβαιναν
σε ένα ντουβάρι και τις έσπαζαν στα πόδια του ζευγαριού δυνατά… Στην είσοδο
περίμεναν οι γονείς του γαμπρού που τους καλωσόρισαν με το “ορίστε, μπαίτε μέσα.”
-Στο
μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού, στο ντουβάρι, έχουν βάλει ένα χαλί… και η νύφη
στέκεται με τις πλάτες της να ακουμπούν το χαλί. Πάνω ακριβώς από το κεφάλι
καρφώνουν ένα ψωμί. Ακολουθεί, κάτω από το καρφωμένο ή κρεμασμένο ψωμί, η
διαδικασία της διανομής των δώρων από τους μποξάδες που είχε φέρει από το σπίτι
της.
-Μετά τη διανομή των δώρων ο γαμπρός με τουσ φίλους και τον κουμπάρο πάνε στο σπίτι των πεθερικών του που γλεντάνε και συμμετέχει εκεί τρώγοντας και πίνοντας μέχρι το βράδυ, οπότε επιστρέφει στην κυρά του πια μετά παρέλευση αρκετής ώρας..
-Την
άλλη μέρα το πρωί η πεθερά με δυο τρεις γυναίκες της γειτονιάς κάνουν επιτόπια έρευνα,
για να διαπιστώσουν την παρθενιά της νύφης…
-Την
άλλη Κυριακή υπήρχε η τελετή του μπιρουκμέ, δηλαδή τα αντίχαρα.
-Η
νύφη δυο τρία χρόνια δε μιλάει είναι σαν φάντασμα στο σπίτι. Κρατάει το σεσ’ σακλάρ,
ώσπου τα πεθερικά της να της πούνε “φτάνει… μίλα”».
-Παρατήρηση
-Επρόκειτο
για μια τερατώδη νοοτροπία για το γυναικείο φύλο, κοινό στην ευρύτερη περιοχή,
πρακτική με πολλές παραλλαγές υπό τη γενική ονομασία νιφ-χωτ, νιφιώτ.
-Σύμφωνα
με αυτό η κοπέλα από τους αρραβώνες της και μετά «εξακολουθεί επί δέκα και πλέον
έτη μετά τον γάμον της να ομιλή παρά σιγηλή τη φωνή και δια διερμηνέως μετά προσώπων
σημαινόντων και προβεβηκυίας ηλικίας συγγενών… Άλλοτε δε επί μήνας και έτη διετέλει
άφσα άφωνος και κεκαλυμμένη προ των πρεσβυτέρων της, συνενοουμένη μετά τούτων
δια νευμάτων ή εμμέσως δι άλλων προςώπων τη αδεία δε μόνον ή τη απαιτήσει των συγγενών
απεκαλύπτετο και ωμίλει μετά πολλά έτη».
-«Πολύ καλό έθιμο ήταν αυτό του ντυσίματος του
γαμπρού. Παιδεμός αλλά και χαρά μαζί. Στο γλέντι φέρνανε τα ρούχα και παρουσία
του παπά γινότανε το σκηνικό που είχε δυο παραλλαγές.
-Στήν
πρώτη γδύνανε τον γαμπρό και του τα φορούσαν με την προτροπή παπά και ψάλτη.
Για παράδειγμα. “Σώβρακο” φώναζε ο παπάς, για να ακολουθήσει ο ψάλτης “καλόν
παιδί, χρυσόν παιδί Ασ είναι ευλογημένο”.
-Με
αυτή τη διαδικασία ακολουθούσαν ένα- ένα, τα ρούχα του γαμπρού υπό τα
πειράγματα και τα γέλια των λοιπών παρισταμένων, για να κλείσει, μόλις
τελείωναν, με το “Καλόν γαμπρός, χρυσόν γαμπρός, ασ εν ευλογημένο”.
-Στη
δεύτερη παραλλαγή τοποθετούσαν γυμνό τον γαμπρό στο κέντρο του δωματίου πάνω σε
ένα ταψί και εκεί ακολουθούσαν τα βάσανά του. Από το ξύρισμα που έκανε ώρα πολλή
μέχρι και τον ρουχισμό που του το φορούσαν ανάποδα».
Παρατήρηση
-Βεβαίως
ο έλεγχος των «πεπραγμένων» γινόταν άμεσα, αποτελεσματικά και μάλιστα με δυο
τρόπους. Ο πρώτος είχε να κάμει με αυτό που λένε «επίδειξη» του σεντονιού, το
οποίο περιχαρείς οι συγγενείς της νύφης παρουσίασαν αρχικά στα πεθερικά και στη
συνέχεια βάζανε σε δημόσια θέα. Ένας τρισάθλιος τυραννικός θεσμός ενός απάνθρωπου
συστήματος, που φευ, διατηρήθηκε σχεδόν μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα, ως ένας
αποτελεσματικός παμπάλαιος κοινωνικός καταναγκασμός που ήθελε τη γυναίκα και
μόνο αυτή αντικείμενο αχρησιμοποίητο.
-Η θέση της ήταν απελπιστική σε κάθε αντίθετη περίπτωση… αν
δηλαδή είχε κάμει το λάθος και είχε αποκτήσει την «εμπειρία» προ του γάμου.
Βεβαίως σπάνια περίπτωση αλλά υπήρχε. Οι πληροφορητές μιλούν πως η νύφη «ξέβην
όφκαιρη», «βγήκε άδεια», «κενή», «διακορευμένη»… κάποιοι άλλοι πως «τα κανδήλια
δεν άναβαν καλά όταν η νύφη δεν ήταν παρθένος», πως το «κρίμα της μεταφερόταν σε
όλα τα παιδιά της…». Βεβαίως αποτελούσε, σύμφωνα με τη μαρτυρία της γιαγιά
Μαγδαληνής Χατζημπαλή, ό.π., «… έναν καλό λόγο στην περίπτωση αυτή να στείλει ο
γαμπρός τη νύφη στη μάνα της με τα νυφικά της μάλιστα».
-Σύμφωνα με τον Θανάση Κωστάκη, επίσης, πβλ Το Μιστί της
Καππαδοκίας, Αθήνα 1977 τόμος Α σελ. 229 «…η θεραπεία του κακού γινόταν από τη συντέξα
που μάζευε αίμα περιστεριού σ’ ένα μικρό μπουκάλι και την ώρα που με το δάκτυλό
της έκαμε πως διακόρευε τη νύφη, άδειαζε στο ρούχο το μπουκαλάκι…».
-Σε κάθε κοινότητα ή καλύτερα κάθε κοινότητα είχε τα δικά της.
Έτσι τούτο το ευγενές καθήκον μπορούσε να ανατεθεί στον πατέρα της νύφης, για
παράδειγμα, στα πεθερικά επίσης, στους κουμπάρους κλπ. Χαρακτηριστικός είναι ο
Θανάσης Κωστάκης ερευνητής από το Μισθί. Γράφει λοιπόν στο εξαιρετικό πόνημά
του το «Μισθί της Καππαδοκίας» ό.π. σελ. 229 «Την Τρίτη το πρωί η συντέξα έπαιρνε
το ρούχο με το λίγο αίμα από το κρεβάτι του ζευγαριού, το τύλιγε και πήγαινε να
το δείξει στον πεθερό της νύφης με τη συνηθισμένη ευχή-φως σα μάτια ς’. Ο πεθερός
της έδιδε ένα μικρό δώρο κι αυτή πήγαινε στα πεθερικά του γαμπρού για να κάμει
το ίδιο».
-Στο Σεμένδερε, πάλι, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Τελλόγλου
Δέσποινας, Κ.Ι.Δ. Συκεών Φ.12, α.α. 33, το ιερό καθήκον πραγματοποιούσε ο παραστεκάμενος
«…που μετέφερε σε δημόσια θέα το ματωμένο πουκάμισο μέχρι τα πεθερικά… και αφού
η πεθερά πιστοποιούσε το γεγονός έπαιρνε το σχετικό δωράκι του. Για να
επαναλάβει το ευχάριστο καθήκον και με τη μητέρα της νύφης, εννοείται φυσικά με
τα αντίστοιχα τυχερά»
-Ο
δεύτερος είχε να κάμει με την «αποτελεσματικότητα» των νέων κατά την πρώτη νύκτα
του γάμου, αλλά και την επέμβαση της οικογένειας στη ζωή του ζευγαριού ή καλύτερα
την πρώτη επίδειξη ισχύος της οικογένειας στο ζευγάρι.
-Έτσι
είχαμε τον ωτακουστή της νυφικής παστάδος.
Στο
ερώτημα το πώς συνδυάζεται το στήσιμο του αυτιού και ιδιαίτερα την πρώτη νύκτα
του γάμου, με το πρέπον ή απαραίτητο, αδυνατούμε ειλικρινά να απαντήσουμε. Απλά
δυο- τρεις υποθέσεις θα μπορούσαμε να κάνουμε και τούτες με πάσα επιφύλαξη. Επίσης,
προς αποφυγή οποιουδήποτε λάθους, παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα, όπως το βρήκαμε
καταγεγραμμένο σε σχετικό πόνημα.
«…Επιστεύετο
ακραδάντως υπό των προχωρημένης ηλικίας γυναικών, ουχί μόνον του χωρίου μου,
αλλά και πολλών πόλεων, ότι έπρεπε κάποια ωτακούστρια να παρακολουθήσει τας
ομιλίας των νεόνυμφων κατά την πρώτην νύκταν της συζυγικής ζωής των, όταν το ζεύγος
απεσύρετο εις την συζυγικήν παστάδα. Και τούτο διότι εν αντιθέτω περιπτώσει,
εάν συνελάμβανεν η σύζυγος κατά την πρώτην νύκτα, κα ήτο δυνατόν να έλθει εις
τον κόσμον τέκνον κωφόν “sagir”.
-Κατά
συνέπειαν, ουχί δια ν’ ακούσουν τας ομιλίας των συζύγων, αλλά δια ν’ αποτρέψουν
την γέννησιν αναπήρου τέκνου ωρίζετο η ωτακούστρια. Αι εις την δεισιδαιμονίαν
αυτήν πιστέουσαι γυναίκες ενόμιζον, ότι ο σκοπός των δεν ήτο να εισδύσουν εις
τα άδυτα της νυφικής παστάδος, ούτε να παρακολουθήσουν τας λίαν φυσικάς ερωτικάς
εκδηλώσεις των νεονύμφων. Ήτο αναγκαία, όπως εφρόνουν, η αδιακρισία αυτή δια το
καλόν του ζεύγους. Αν τυχόν, έλεγον, εγεννάτο κωφή θυγάτηρ, μεγάλη συμφορά θα έπληττε
το ανδρόγυνον.
-Κατά
τον παρελθόντα αιώνα μία ή περισσότεραι γυναίκες εκ των οικείων του γαμβρού
εξετέλουν το επιβεβλημένον θεωρούμενον αυτό καθήκον όλως αθορύβως. Αι ωτακούστριαι
εφρόντιζον να είναι εχέμυθοι δι’ όσα ήκουον ή ενδεχομένως έβλεπον. Φρονώ δε ότι
δεν ήκουον τίποτα σοβαρόν, διότι όλοι οι νεόνυμφοι, γνωρίζοντες ότι θα είχον την
ωτακούστριάν των, ασφαλώς ελάμβανον τα ενδεδειγμένα προφυλακτικά μέτρα, ίνα μη
ακούωνται αι συζητήσεις των. Άλλωστε παρέμενον προ τής θύρας της νυφικής παστάδος
δια να ακούουν μόνον και ουχί και να βλέπουν τα πραττόμενα».
-Παρατήρηση
-Παραθέτουμε
το ιδιαίτερο τραγούδι- μοιρολόϊ της παραλαβής της νύφης το οποίο συνδυαζότανε
με μια εθιμική –θεατρική απροθυμία της κοπέλας να αποχωριστεί τους δικούς της
ανθρώπους.
Κιζ
ανασί, κια, ανασί
γκουβεγινίν
καϊνανασί
ελιντέ
μουμλάρ γιανασί
Κιντίγιορουμ
εβινιζντέν
κουρτουλαγίμ
ντιλινιζντέμ
γεσίλ,
μπασλί ορντέκ ολσάμ
σου
ιτσμέμ γκολουνουζντέν.
Ατλαντίμ
γκετστίμ εσιγί
σουφραντά
κοντούμ σασιγί
μπουγούκ
εβλέρ γιακισιγί.
Κιζ
ανασί κιζσίζ καλντί
τουζ
καπί τουζσούζ καλντί
μπουγούκ
εβλέρ ισίζ καλντί.
Ανά,
ανά τζανίμ ανά
σουντουνού
εμντίμ κανά κανά
χελάλ
εϊλέ ονού μπανά
Νακαράτ
(επωδός)
Ανά
κιζίν τσοκμού ιτί;
Πεντέν
γαϊρί γιοκ μου ιτί;
Ιστέ
κατούμ γκιτίγιορουμ
σιλαγί
τερκ γκιτίγιορουμ.
Δηλαδή:
Της
κόρης μάνα, της κόρης μάνα
και
του γαμπρού η πενθερά
ασ
αναφθούν στο χέρι σου κεριά.
Φεύγω
από το σπίτι σας
δια
να γλυτώσω από τη γλώσσα σας
ακόμα
κι αν γινόμουν πρασινοκέφαλη πάπια
πάλι
δεν θα ’πινα νερό από τη λίμνη σας.
Πηδώντας
πέρασα το κατώφλι
άφησα
επάνω στο τραπέζι το κουτάλι
Εγώ,
του αρχοντικού σπιτιού μας το κόσμημα.
Η
μάνα της κόρης έμεινε χωρίς κορίτσι
η
αλατιέρα χωρίς αλάτι
σκοτεινό
έμεινε το αρχοντικό σπίτι.
Μάνα
μου, μάνα μου, μανούλα μου
χορταστικά
εθήλασα το γάλα σου
χαλάλι
να μου κάνεις το θηλασμό σου
Επωδός
Μάνα,
πολλά κορίτσια είχες;
Άλλην
από μένα δεν είχες;
Ιδού,σ’
αφήνω και φεύγω εγκαταλείπω την πατρική εστία.
Τσαλίκογλου
Εμμανουιλ, «Λαογραφικά των Φλαβιανών Καισαρείας της Καππαδοκίας», Μικρασιατικά
Χρονικά, τόμος ΛΕ (1972) σελ. 14
-Απόσπασμα από το εξαίρετο βιβλίο του Κώστα Νίγδελη «Τα
Λιμνά Γκιολτζούκ-Καππαδοκίας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου