ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
ΚΡΥΟΝΕΡΙΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
-Ένα από τα έθιμα που έφεραν οι κάτοικοι του Καλαμπακίου από το Κρυόνερο της Ανατ.Θράκης είναι τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Σύμφωνα με το έθιμο οι Θρακιώτες το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, οι άντρες (τα παλληκάρια), μαζεύονταν στην πλατεία του χωριού, σχημάτιζαν ομάδες καλαντιστών, μοίραζαν τις περιοχές που θα ψάλλει η κάθε ομάδα και λίγο πριν τα μεσάνυχτα ψάλανε στα σπίτια τα κάλαντα. Συγκεκριμένα μπαίνοντας στην αυλή του σπιτιού άρχιζαν να ψάλουν τον "Χριστό", στη συνέχεια τον "Αφέντη" για τον νοικοκύρη του σπιτιού, εάν το σπίτι αυτό είχε κόρες ψάλανε την "περδικούλα" και εάν είχε γυιούς ψάλανε τον "παλληκαρά". Επίσης εάν το ζευγάρι ήταν νιόπαντρο ψάλανε το "κρατεί΄ν ο μάης τη δροσιά". Το έθιμο αυτό εξακολουθεί να αναβιώνει μέχρι σήμερα από τους κατοίκους του Καλαμπακίου.
1.- Ο ΧΡΙΣΤΟΣ
Χριστός γεννιέται χαρά ΄ς τον κόσμο
χαρά ΄ς τον κόσμον΄ τον κόσμον όλον.
‘Σ τον κόσμον όλον ‘ς τους αρχαγγέλους
‘ς τους αρχαγγέλους ‘ς τους αποστόλους.
‘Σ τα Σμύρνια να πάσουν μαμή να φέρουν
κι ώστε να πάσουν και να γυρίσουν.
Κυρά αφεντούσα ξιλευθερώθει
ξιλευθερώθει Χριστόν Αφέντη.
Χριστόν Αφέντη σαν ήλιος φέγγει
σα νιό φεγγάρι, σαν παλληκάρι.
2.- ΑΦΕΝΤΗΣ
Εμείς που είπαμ΄το Χριστό
να πούμ’ και τον Αφέντη.
Βαρειά κοιμάται Αφέντης μας
και πώς να τον ξυπνήσ’ με.
Φέρτε νερμήλια δώδεκα
Νεράντζια δεκαπέντε
τρία γυαλιά ροδόστομο
να σκ’ ώσουμ΄τον Αφέντη.
Σαν ήπιε κι εξαγρύπνησε
τον γρίφον του γυρεύει.
Χίλιοι πήραν τον γρίφον του
χίλιοι τον πλαγινόν του.
Ν’ εσένα αφέντη μ’ δεν σε πρέπ’
ς’ αυτήν την παλιοχώρα
ν’ εσένα αφέντη μ’ σ’ έπρεπε
ανάμεσα ‘ς την Πόλη.
Να κάθεσαι να τρώς να πίν’ ς
‘ς ένα όμορφο τραπέζι
να ν’ έν’ ο γύρος μάλαμα
το στήθος ασημένιο.
Κι ανάμεσα ‘ς σ΄μισο σπιτιά
καντήλα αναμμένη.
Χωρίς αλ’ σίδα κρέμεται
χωρίς αέρα τρέμει.
Χωρίς αλ’ σίδα κρέμεται
χωρίς αέρα τρέμει
χωρίς το λάδι και κερί
φέγγει τη αφεντιά σου.
Κι αν βάλεις λάδι και κερί
φέγγει τη γειτονιά σου
κι’ αν βάλεις περισόλαδο
φέγγει τον κόσμο όλον.
3.- Ο ΠΑΛΛΗΚΑΡΟΣ
Ν΄εδώ ΄νενας παλλήκαρος
άξιος κι ανδρειωμένος
βάζει τα γρόσια στη κισσιά
και τα φλουριά ‘ς την τσέπη.
Παγαίν’ αρραβωνιάζεται
παγαίν’ να δώσ’ σημάδι
παγαίν’ στα βράχια δεν ήβρε
και στα ξαδέρφια κι όχι.
Παίρνει το τουφεκάκι του
παν’ ς τη δεξιά του πλάτη
παίρνει τα πλάγια ανάπλαγα
περδίκια να σκοτώσει.
Ούδε περδίκια σκότωσε
ούδε τράχωμα βρήκε.
Γυρεύει μύλους δώδεκα
μαζί με τ’ς μυλωνάδες.
Γυρεύ’ χωράφια αθέριστα
μαζί με τ’ς θεριστάδες.
Γυρεύει αμπέλια ατρύγυτα
μαζί με τ'ς τρυγητάδες.
4.- ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΑ
Μια περδικούλα πλουμιστή
τ’ αφέντη η θυγατέρα
ν’ εννιά κουδούνια έσερνε
μια χρονικήσια μέρα.
Τα τρία ήτανε χρυσά
τα τρία ασημένια
τα τρία πάνε κι έρχονται
‘ς την Πόλ’ προξενητάδες.
Προξενητάδες βγάλανε
‘πο μέσ’ από την Πόλη
ρωτούνε και ξαναρωτούν
ποιός έχει τέτοια κόρη.
Κυρά ξανθή παινέφτηκε
πε πάν’ ‘ς το παραθύρι
ν’ εγώ έχω τέτοια λυγερή
ν’ εγώ έχω τέτοια κόρη.
Η κόρη μ’ ‘ς το χορό κρατεί
και ‘ς το χορό χορεύει
φορεί παπούτσια κυκλωτά
τερλίκια με το ράμμα.
Φορεί και ‘ς τη μεσίτσαν της
τζιβάν' καρσί ζωνάρι.
Κυρά μ’ τη θυγατέρα σου
κείνος που θα την πάρει.
Θα φέρει τ' άστρα πρόβατα
και το φεγγάρι κούπα
θα φέρ’ τον αυγερινόν
‘ς το χέρι δακτυλίδι.
5.- Ν’ ΚΡΑΤΕΙ Ν’ Ο ΜΑΗΣ ΤΗ ΔΡΟΣΙΑ
Κρατεί ν’ ο Μάης την δροσιά
κρατεί κι ονιός την κόρη
‘ς τα γόνατα την κάθισε
και την ψιλορωτάει.
Κόρη μ’ δεν είσαι κόκκινη
δεν είσαι ξασπρισμένη
δεν είσαι από ψιλή μεριά
κι από γραμματισμένη.
Αν θές να είμαι κόκκινη
να είμαι ξασπρισμένη
να είμαι από αψηλή μεριά
κι από γραμματισμένη.
Να πάμ’ κάτω ‘ς τις μπαρμπαριές
κάτω ‘ς μεσ’ Σαλονίκες
να π’ άρουμ τ’ ρούσας το βλατί
της Βενετιάς τ’ ατλάζι.
Νε μάνα που την στόλιζε
Σάββατον όλη μέρα
Παρασκευήν τ’ αρχίνησε
Σαββάτο τελειώνει.
Μια Κυριακή και μια λαμπρή
μια χρονικήσια ημέρα
παίρνει η μάνα της μπροστά
κι εκείν’ το καταπόδι.
Γεμίζει ο δρόμος ανθουλιά
κι η εκλησιά της μόσχο.
Παπάδες σαν την κοίταξαν
χάσαν τα γράμματά τους
ψαλτάδες σαν την κοίταξαν
χάσαν την ψαλμουδιά τους.
Ψέλνε παπά μ’ καλόψελνε
διάκο μου κανονάρχα
κι εσείς σαλά μωρά παιδιά
βρήτε τα γράμματά σας.
Νε μη σας δώκα αφηλοή
και χάσατε το νού σας;
Ν’ εμάνα αυτήν την εμορφιά
Θεός με την εδώκει.
Φέρτε σταφύλλι ροζακί
κρυστάλινο κεράσι
κι΄αυτό το νιό τ’ αντρόγυνο
ν’ ασπρίσει να γεράσει
να ζήση χρόνια περισσά
και πάντα να περάσει.
6.- ΚΑΛΑΝΤΑ
Χριστούγεννα πρωτούγεννα
‘ πόψα Χριστός γεννιέται
‘ πόψα οι αγγέλοι χαίρονται.
Πόψα οι αγγέλοι χαίρονται
και τα δαιμόνια κλαίνε
κι η Δέσποινα η Παναγιά.
Κι η Δέσποινα η Παναγιά
η καθαρομαρία
καθότανε και λούζονταν.
Καθότανε και λούζονταν
με το καθαριονέρι
τον άγγελό της φίλευε.
Τον άγγελό της φίλευε
και το Χριστό κερνούσε
και τους αγγέλ’ ς παρακαλεί.
Και τους αγγέλ’ ς παρακαλεί
και το Θεό δοξάζει
για να της δώσει τα κλειδιά.
Για να της δώσει τα κλειδιά
κλειδιά του παραδείσου
ν΄ανοίξει τον παράδεισο.
Ν’ ανοίξει τον παράδεισο
να το’ νε σεργιανίσει
να δεί τ’ ς αρχόντους πως περνούν.
Να δεί τ’ ς αρχόντους πως περνούν
σακούλες βουλωμένες
να δεί’ και τους καημέν’ φτωχούς
Να δεί’ και τους καημέν’ φτωχούς
λαμπάδες αναμμένες
να δεί και τα μωρά παιδιά.
Να δεί και τα μωρά παιδιά
‘πε κατ’ς το κυπαρίσσι
πως παίζουν το χρυσόμηλο.
Πως παίζουν το χρυσόμηλο
και λησμονούν τις μάνες
κι ας είναι γειά σας φίλοι μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου