Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΗΟ ΚΑΛΑΜΠΑΚΙ

Το 1-ο Δημοτικό Σχολείο το έτος 1942

Εθελοντική εργασία νέων στο 1-ο Δημοτικό Σχολείο Καλαμπακίου
Σχολή οικοδόμων στο Καλαμπάκι το έτος 1960
Παρέα νέων στο Καλαμπάκι το έτος 1966
Μετανάστες από το Καλαμπάκι στην Βραζιλία το έτος 1957
Στην πλατεία το έτος 1941

Στο Καλαμπάκι το έτος 1967
Παρέα στο Καλαμπάκι το έτος 1971
Παρέα στο Δάσος το 1968
Σχολική τάξη το 1972
Μέλη Αγροτ.Συνεταιρισμού Καλαμπακίου το 1972

Κλασική ορχήστρα γάμου το έτος 1942
Σχολική τάξη το έτος 1977
Έτος 1978
Στο Καλαμπάκι πολύ παληά.


ΟΙ ΑΛΙΣΑΒΕΣ
Οι θείες μου

            Η μητέρα μου, η συγχωρεμένη η Κυράνθη Στράντζαλη (Κιαράν’), είχε άλλες τρεις αδελφές και έναν αδελφό: Την Χαριτώ (Χαρ’τώ), την Αναστασία, την Καλλιόπη (Καλ’γιόπ’) και τον Αντωνάκη Αντωνίου (Μπάλτα). Όλοι ήταν πολύ αγαπημένοι μεταξύ τους, αλλά μεταξύ των τεσσάρων αδελφάδων υπήρχε απερίγραπτη αγάπη, αλληλεγγύη και κατανόηση. Επικοινωνούσαν καθημερινά, βοηθούσαν η μία την άλλη, ο πόνος της μιας ήταν πόνος και για τις άλλες και η χαρά της μιας χαρά όλων των άλλων. Παρ’ όλο το φόρτο των ασχολιών τους, των παιδιών που μεγάλωναν όλες και τις αγροτικές δουλειές που είχαν, οι συναντήσεις τους ήταν απαραίτητες. Σ’ αυτό βοηθούσε βέβαια και η μικρή απόσταση που τις χώριζε.
            Τις περισσότερες φορές μαζεύονταν στο δικό μας το σπίτι, επειδή δεν ενοχλούσαν κάποιον από τους συζύγους τους. Η μητέρα μου είχε χηρέψει πολύ νέα και μπορούσαν να κουβεντιάζουν άνετα μεταξύ τους, να λένε τα παράπονά τους η μια στην άλλη, να γελούν, ακόμη και να κουτσομπολεύουν. Πολλές φορές είχαν στην παρέα τους και την εξαδέλφη τους την Χρυσάνθη Καρλάκη, επίσης πολύ αγαπημένη θεία μου.
Όλες τις αγαπούσα πολύ, η αδυναμία μου όμως ήταν η θεία Καλλιόπη και η θεία Χαρ’τώ, επειδή μέναμε πολύ κοντά και τις έβλεπα κάθε μέρα. Της θείας Καλλιόπης η αυλή και η δική μας δεν είχαν σύνορα και με τα παιδιά της μεγαλώσαμε μαζί σαν αδέλφια. Είχε πέντε παιδιά, τον Χρήστο, τον Παναγιώτη, τη Βενετία, τον Δημητρό και τον Πασχάλη. Ο Παντελής, από τον πρώτο γάμο του θείου μου, ήταν ήδη αρκετά μεγάλος. Σύζυγος της θείας μου ήταν ο Κωνσταντής Ιωαννίδης. Είχε μεγάλα μουστάκια, γι’  αυτό τον έλεγαν Μουστακά. Τα παιδιά του και τα εγγόνια του ακόμη και σήμερα λέγονται «Μουστακάδες», κι ας μην έχουν μουστάκια.
Ο θείος Κωνσταντής ήταν καλός κι εργατικός άνθρωπος. Στο χωριό του το Κρυόνερο είχε αλευρόμυλο. Στο Καλαμπάκι έγινε αμπελουργός. Σ’ ένα χωράφι που ήταν πολύ κοντά στο χωριό δημιούργησε ένα πρότυπο κτήμα με αμπέλι, λαχανόκηπο και οπωροφόρα δένδρα. «Όταν θα ξαναπάω στην πατρίδα, έλεγε, θα ξαναγίνω μυλωνάς∙ αυτή η δουλειά είμαι προσωρινή». Δυστυχώς δεν κατάφερε να ξαναπάει στην πατρίδα του ούτε σαν επισκέπτης. Ήταν πολύ ήρεμος άνθρωπος και η θεία μου έζησε πολύ καλή ζωή κοντά του.
Η θεία Καλλιόπη είχε μια αρχοντιά πάνω της και ήταν πολύ έξυπνη. Πάντα θα τη θυμάμαι με τα χρυσά κρεμαστά σκουλαρίκια της που έμοιαζαν με καλαθάκια, έλαμπαν στον ήλιο και πήγαιναν πέρα δώθε ανάλογα με τις κινήσεις της κεφαλής της. Λίγα χρόνια πριν πεθάνει τα χάρισε στην κόρη της τη Βενετία, η οποία τα φοράει πάντα. Ήταν εύσωμη κα ψηλή γυναίκα με καστανά σγουρά μαλλιά· φορούσε πάντα μακριές φούστες, όπως κι οι αδελφές της και όπως όλες οι γυναίκες της εποχής εκείνης. Ήταν είκοσι χρόνια μικρότερη(1) από τον άνδρα της.
Στην πρώτη απογραφή που έγινε μετά την προσφυγιά τους ο θείος τη δήλωσε δέκα χρόνια μεγαλύτερη απ’ ό,τι ήταν, για να μην φανεί η διαφορά της ηλικίας τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να πάρει αγροτική σύνταξη, όταν καθιερώθηκε ο θεσμός,  δέκα χρόνια ενωρίτερα από άλλες συνομήλικές της. Γενικά στάθηκε πολύ τυχερή στη ζωή της.
Ο θείος Κωσταντής, από τότε που φύτεψε το αμπέλι, περνούσε εκεί όλες τις ώρες του και η θεία Καλλιόπη έκανε κουμάντο στο σπίτι. Παράλληλα με το αμπέλι καλλιεργούσε και λαχανικά και οπωροφόρα δένδρα. Πολλές φορές έχω πάει σ’ αυτό το κτήμα όταν ήμουν παιδί κι ακόμη και τώρα που έχουν περάσει τόσα χρόνια το ονειρεύομαι.
Στο κέντρο του κτήματος υπήρχε μια πελώρια καρυδιά. Οι ακτίνες του ήλιου το καλοκαίρι δεν μπορούσαν να διαπεράσουν τη φυλλωσιά της. Στη σκιά της κάθονταν ο επισκέπτες πάνω σε καταπράσινο χαλί από γρασίδι και ο ιδιοκτήτης τους πρόσφερε καρπούς  από το περιβόλι.
Πιο πέρα ήταν ο «γκουλάς», ένα διώροφο σπιτάκι, κάτω αποθήκη για τα εργαλεία και πάνω δωμάτιο να ξεκουράζεται ο θείος. Ποιος ηλικιωμένος Καλαμπακιώτης δεν θυμάται αυτό το σπίτι!  Πάντα  τον έβλεπα μ’ ένα ψεκαστήρα στην πλάτη, «τουλούμπα» τον έλεγε, που ράντιζε τα κλήματα με γαλαζόπετρα και θειάφι. Άλλοτε κλάδευε, έσκαβε ή πότιζε μέσα στο κτήμα.
Για το πότισμα των φυτών υπήρχε το πρωτόγονο σύστημα εκείνης της εποχής, το μαγγανοπήγαδο: Μια μεγάλη πηγάδα μπαίνοντας στο κτήμα δεξιά, στο πιο ψηλό σημείο, για να κυλά εύκολα το νερό στ’ αυλάκια. Πολλά κρεμαστά σε δύο αλυσίδες κουβαδάκια σαν βαρκούλες κατέβαιναν κι ανέβαιναν στο πηγάδι, γέμιζαν νερό και το πετούσαν έξω  μια μεταλλική χοάνη κι από ’κει ποτίζονταν με αυλάκια όλο το κτήμα. Ένα γαϊδουράκι που γύριζε επί ώρες κάθε απόγευμα γύρω από την πηγάδα αντικαθιστούσε το σημερινό μοτέρ. Ζεμένο στο ζυγό κινούσε έναν ξύλινο μοχλό κι αυτός με τη σειρά του κατέβαζε και ανέβαζε τους κουβάδες. Άδειοι κατέβαιναν, γεμάτοι ανέβαιναν.
Η θεία μου δούλευε κι αυτή σκληρά στο σπίτι και στα χωράφια. Όλοι ξέρουμε τι κόπο έκαναν τότε οι αγρότισσες γυναίκες όταν μεγάλωναν πέντε, έξι παιδιά, αλλά συγχρόνως πήγαιναν και στα χωράφια, είχαν ζώα στις αυλές και τόσες άλλες φροντίδες. Το αμπέλι με τα κρασιά και τα τσίπουρα έδινε στην οικογένεια της θείας μου ένα επί πλέον εισόδημα.
Στο πίσω κάτω  μέρος του σπιτιού τους είχαν την αποθήκη με τις μπόμπες. Έτσι έλεγαν τα μεγάλα ξύλινα βαρέλια των 500 οκάδων που γέμιζαν με κρασί το φθινόπωρο. Δίπλα μικρότερα βαρέλια με τσίπουρο, αγνό και δυνατό, κατάλληλο ακόμη και για εντριβές. Στον παλιό δρόμο μπροστά ήταν το «καζαναριό», μια αποθήκη όπου υπήρχε αποστακτήρας για την εξαγωγή του τσίπουρου. Σ’ ένα μεγάλο καζάνι έριχναν τα στέμφυλα, το σφράγιζαν αεροστεγώς με λάσπη, το θέρμαιναν με ξύλα σε υψηλή θερμοκρασία, οι ατμοί από το βρασμό περνούσαν μέσα από μεταλλικό σωλήνα κι αυτός με τη σειρά του μέσα από μία στέρνα  γεμάτη κρύο νερό, υγροποιούνταν και γίνονταν το τσίπουρο. Όλο το φθινόπωρο δούλευε το καζαναριό για το δικό τους τσίπουρο αλλά και άλλων που έφτιαχναν επί πληρωμή το τσίπουρό τους.
Το χειμώνα η θεία μου πούλαγε συνέχεια κρασί και τσίπουρο. Δεν ήξευρε γράμματα, αλλά στους λογαριασμούς τα κατάφερνε μια χαρά. Απ’ αυτήν άκουσα για πρώτη φορά ότι το τριάντα το λέμε τριάκοντα. Έδωσε ρέστα σε κάποιον που αγόρασε κρασί και της έδωσε κατοστάρικο και του είπε: «Είκοσι δραχμές για το κρασί, τριάκοντα, τεσσαράκοντα, πεντήκοντα, εξήκοντα, εβδομήκοντα, ογδοήκοντα, ενενήκοντα, εκατό». Μου άρεσε αυτό που άκουσα και το έμαθα αμέσως.
Όταν ο Θανάσης ο σύζυγός μου ήρθε στο Καλαμπάκι για πρώτη φορά, η θεία μου έφερε για δώρο στο τραπέζι μία κανάτα κρασί. Όμως δεν έφτασε αυτό και πήγε η μητέρα μου να της ζητήσει κι άλλο. Τάχα το καλαμπακιώτικο κρασί ήταν αδύνατο, νερουλιάρικο κι όχι σαν του Αλμυρού δυνατό. Της θείας Καλλιόπης όμως δεν της άρεσε αυτό. Πόσο κρασί πρέπει να δίνει κάθε φορά που θα ’ρχεται ο γαμπρός; «Α, Κιαράν’, δε μ’ αρέσ’ αυτό, κανένας μπεκρής θα νέν’ ο γαμπρός», είπε στη μάνα μου. Η αλήθεια είναι ότι του άρεσε το κρασί του Θανάση, αλλά δεν ήταν μπεκρής. Ήταν κι αυτός παιδί ακόμη 26 ετών, μόλις είχε τελειώσει τη στρατιωτική του θητεία που κράτησε τρία χρόνια και πριν από ένα χρόνο διορίστηκε σε χωριό της Δράμας.
Τα λόγια της θείας μου μού θυμίζουν το ποντιακό ανέκδοτο που έμαθα πολύ αργότερα.. –Ντο φάγομεν σήμερα; Έλεγε η πεθερά. –Σφάξον έναν γκοσάραν, έλεγε ο γαμπρός. Την άλλη μέρα πάλι «σφάξον έναν γκοσάραν», την επομένη τα ίδια, η πεθερά δεν άντεξε, πάει στην κόρη της και της λέει: «Εμείς γαμπρόν εποίκαμεν, θυγατέρα,  ή αλεπόν εποίκαμεν;» Ίσως έτσι να σκέφτηκε και η θεία μου, πόσο κρασί θα χρειαστεί να κουβαλήσει γι’ αυτό τον γαμπρό!
Στην αυλή πίσω   από το σπίτι ήταν ο φούρνος για το ψήσιμο του ψωμιού. Εμείς δεν είχαμε φούρνο και, όταν ζύμωνε η μητέρα μου, πήγαινε εκεί να ψήσει το ψωμί της και τη βοηθούσε και η θεία μου. Όταν πάλι ζύμωνε η θεία μου, την βοήθαγε η μάνα μου ή έψηναν μαζί τα ψωμιά τους. Ήταν πολύ κουραστική δουλειά: έριχναν ξύλα στο φούρνο, τον έκαιγαν καλά να κοκκινίσουν τα τοιχώματά του. Μ’ ένα μακρύ σίδερο, το «συντραύλιστο(2)», ανακάτωναν τα ξύλα και τα έσπρωχναν να πάνε ως πίσω, να καούν να γίνουν κάρβουνα. Έπειτα με τη «σφούγγια(3)», ένα μακρύ ξύλο, όπου είχαν δεμένο ένα παλιό μουσκεμένο ρούχο, μάζευαν τα κάρβουνα και τα πετούσαν κάτω, ξαναέβρεχαν τη σφούγγια πάλι και πάλι, μέχρις ότου καθαρίσει καλά ο φούρνος και γίνει πεντακάθαρος, να μην λερώσουν τα ψωμιά. (Φορούσε μια φούστα, σφούγγια, έλεγαν, όταν ήθελαν να δείξουν πόσο βρόμικη ήταν κάποια γυναίκα.
Για να φουρνίσουν, κρατούσε η μια τον «φουρνέφτη(4)», ένα πλατύ ξύλινο φτυάρι, και η άλλη έριχνε επάνω το ψωμί που ήταν τοποθετημένο στην «πινακωτή». Αυτή ήταν ένα μακρόστενο ξύλινο σκεύος χωρισμένο σε μικρούς τετράγωνους χώρους. Σκέπαζαν αυτούς τους χώρους με μακρόστενη πετσέτα, «μεσάλα» την έλεγαν, και έβαζαν εκεί το ζυμάρι να φουσκώσει. Με τον φουρνέφτη λοιπόν έριχναν τα καρβέλια στον φούρνο. Την ώρα που ψήνονταν μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά.
Το πρώτο ψωμί που έβγαζαν το έκοβαν σε κομμάτια με το χέρι, έβαζαν επάνω βούτυρο ή τυρί που έλιωνε και μας έδιναν να φάμε. Από το καλοκαίρι και μετά, που οι μπαξέδες μας είχαν πολλές κόκκινες γλυκιές κολοκύθες, έκοβαν μία στη μέση, της έβγαζαν τους σπόρους, την έβαζαν στο φούρνο τελευταία και γίνονταν γλύκισμα. Όταν ψήνονταν, μαλάκωνε, την έκοβαν φέτες και την τρώγαμε με πολλή όρεξη. Σ’ όλους τους Καλαμπακιώτες αρέσει το ψητό κολοκύθι!
Αν κάτι δεν πήγαινε καλά στο ψήσιμο του ψωμιού, η μια έριχνε την ευθύνη στην άλλη:
- Εμ, να, δεν μ’ άκ’σες, μωρ’ Κιαράν’· δεν κάηκε καλά ο φούρνος και δεν ψήθ’κε καλά το ψωμί.
- Εμ, συ, Καλ’γιόπ’ που τον έκαψες προχτές πολύ και κάηκε το ψωμί;
Κοντά στο φούρνο ήταν και το πηγάδι. Το νερό του δεν πίνονταν, μ’ αυτό όμως έπλυναν τα πιάτα, πότιζαν τα ζώα και τα φυτά. Υπήρχε πολύ κοντά στο πηγάδι το «γιαλάκ(5)’», ένα ξύλινο κατασκεύασμα με μερικές σανίδες επάνω, όπου τοποθετούσαν τα πιατικά να στεγνώσουν. Αυτός ήταν ο νεροχύτης. Πολύ αργότερα έγινε η ύδρευση του χωριού και έφτιαξαν κουζίνες μέσα στα σπίτια(6). Τη χάλκινη κατσαρόλα την έλεγαν «τέντζερη», την πήλινη «τσέστο». Όλα τα κατσαρολικά και τα τηγάνια ήταν κατάμαυρα από κάτω, γιατί μαγείρευαν οι μαμάδες μας με ξύλα. Έβαζαν τον τέντζερη πάνω στην πυροστιά κι άναβαν τα ξύλα για να βράσει το φαγητό «Τι παιδεμάρα», έλεγαν.
Τις κότες και τα ζώα, όταν τις ενοχλούσαν, τα έλεγαν «νταβούλια».
-Νταβούλ’, που να νέσκανες! Την νταβούλα την κότα, κουτσούλ’σε πάν’ στο κατώφλ’. Τα νταβούλια τα π’λιά, σκάλ’ξαν τον μαϊντανό και τον ξερίζωσαν. Τη νταβούλα την αγελάδα, με κλώτσ’σε και μ’ έριξε το γάλα απ’το μπακίρ’. Πάνω στα νεύρα τους κάπου κάπου μας έλεγαν κι εμάς νταβούλια.
Το χειμώνα που τέλειωναν οι δουλειές στα χωράφια, οι συναντήσεις των πέντε γυναικών γίνονταν πιο συχνά. Αυτή ήταν η διασκέδασή τους. Πού θα πήγαιναν με τόσα παιδιά, με τόσες υποχρεώσεις; Εμείς τα παιδιά, όμως, δεν τις αφήναμε σε ησυχία τις καημένες. Ο ένας έλεγε θέλω αυτό, ο άλλος το άλλο, τις σκάζαμε. Οι μικρότεροι απ’ όλους, ο Πασχάλης και ο συγχωρεμένος ο αδελφός μου ο Στάθης, έπαιζαν, έπαιζαν στην αυλή και ξαφνικά έμπαιναν μέσα κι έλεγαν «πεινάμε».
-Μανέ, πείνασα, έλεγε ο Πασχάλης, μαμάκα, πείνασα, έλεγε ο Στάθης.
-Τσιρβούλια(7) να φάτε, τους απαντούσαν, δεν μας αφήν’τε να ησυχάσουμ’ μια ώρα.
Ο Θανάσης, ο άνδρας μου, τις αγαπούσε πολύ όλες. Όταν τις έβλεπε συγκεντρωμένες όλες μαζί, τις πείραζε, έλεγε αστεία να γελάνε.
-Α, θειες, σε ολομέλεια βλέπω πάλι σήμερα το δικαστήριο. Ποιον δικάζετε  σήμερα; Κανένα γαμπρό ή καμιά νύφη; Γελούσαν τότε όλες μαζί και ξεκαρδίζονταν με μια αθωότητα παιδική. Νομίζω ότι τις βλέπω ακόμη. Όλες τον αγαπούσαν τον Θανάση.
Πολλές φορές τα βράδια του χειμώνα μας έπαιρνε η μητέρα μου και πηγαίναμε στης θείας Καλλιόπης το σπίτι, να περάσουμε για λίγο την ώρα μας. Εμείς τα παιδιά παίζαμε και οι μεγάλοι κουβέντιαζαν. Στο κάτω μέρος του σπιτιού, μπαίνοντας δεξιά, είχε ένα μεγάλο δωμάτιο. Σ’ αυτό μαζευόμασταν όλοι. Ένα σιδερένιο κρεβάτι στρωμένο πάντα το χειμώνα με μια κόκκινη φλοκάτη,  όπου κάθονταν ο θείος ο Κωσταντής και ξεκουράζονταν. Πάντα γελαστό τον θυμάμαι, ποτέ δεν τον ενόχλησε η παρουσία μας.
Ένα βράδυ του πόναγε το κεφάλι και ήθελε να πάρει ασπιρίνη.
-Φέρ’, Καλγιόπ’, τσίτσα(8) νερό να πιω την ασπιρίν’.
- Πού ’ν’το νερό, Κωσταντή, δεν έχουμ’ σταγόνα.  Πάει πίσω στις μπόμπες τις γεμάτες κρασί, του φέρνει ένα ποτήρι γεμάτο κόκκινο κρασί.
- Τ’ έν’ αυτό; Με κρασί α πιω ασπιρίν’;
-  Ντε, πιες την. Πού α το νέβρω το νερό; Και την ήπιε ο θείος την ασπιρίνη με κρασί. Η μοναδική βρύση που υπήρχε στο χωριό ήταν πάντα μακριά και πολλές φορές μέναμε χωρίς νερό.
Όταν είχε διάθεση ο θείος Κωσταντής, μας έλεγε ιστορίες απ’ το Κρυόνερο: για το μύλο του, για τις σπλούχες, που πήγαιναν οι άνθρωποι όταν τους πονούσε το κεφάλι και θεραπεύονταν, για φαντάσματα που ούρλιαζαν στα βουνά, για ζουτ’κά(9) και άλλα πολλά.
            Ένα βράδυ έλεγαν οι τρεις τους για έναν στο χωριό τους που τον έλεγαν «νεραντζέλ’»,  γιατί γεννήθηκε  από μάνα νεράιδα. Ο πατέρας του βρέθηκε κάποτε νύχτα σε μια λίμνη και είδε νεράιδες πολλές που χόρευαν στην όχθη, Τις λιμπίστηκε, πήγε κρυφά, άρπαξε μία, αυτή προσπάθησε να του ξεφύγει, τα κατάφερε, αλλά η μαντίλα της έμεινε στα χέρια του άνδρα. «Δώσ’ μου την μαντίλα μου, δώσ’ μου τη μαντίλα μου, παρακαλούσε, αυτός τίποτε. Την πήρε και ξεκίνησε για το χωριό. Η νεράιδα χωρίς το μαντίλι της έχασε την ιδιότητά της, έτρεχε πίσω του, τον ακολούθησε για πάντα πλέον κι έγινε γυναίκα του. Απ’ αυτούς γεννήθηκε το νεραντζέλ’, που ζούσε μαζί τους στο Κρυόνερο. Ο πατέρας του παιδιού, πονηρός, για να μην τη βρει ποτέ τη μαντίλα της η νεράιδα, ανέβηκε στη σκεπή του σπιτιού και την έκρυψε κάτω από ένα κεραμίδι. Πέρασαν χρόνια, κάποια κεραμίδια χάλασαν και έφεραν μάστορα να τα φτιάξει. Ο άντρας έλειπε στο χωράφι. Καθώς αναποδογύρισε ο μάστορας μια κεραμίδα, βρήκε τη μαντίλα και την πέταξε κάτω στην αυλή. Βγήκε η μάνα στην αυλή, βλέπει το μαντίλι της, το άρπαξε με λαχτάρα, το ξαναφόρεσε, ξανάγινε νεράιδα και εξαφανίστηκε.
            Μπαίνοντας στο σπίτι αριστερά υπήρχε ένας αργαλειός της παλιάς εποχής, όπου και η θεία μου και η μάνα μου ύφαιναν διάφορα υφάσματα που χρειάζονταν: κουρελούδες, χοντρά βαμβακερά σεντόνια, πετσέτες, τραπεζομάντιλα, μάλλινα υφάσματα (σαγιακένια τα έλεγαν) για σακάκια και παντελόνια και διάφορα άλλα. Εγώ τις βοηθούσα. Όταν περνούσαν το στημόνι στα μιτάρια(10), καθόμουν εγώ πίσω και έδινα μια μια τις κλωστές, για να τις δέσουν κόμπο. Έτσι γίνονταν το ξεκίνημα του κάθε υφαντού.
            Μία, μοδίστρα τάχα από τη Χωριστή, η Ραχηλιώ, ερχόταν στο σπίτι της θείας μου και έραβε τα παντελόνια για τα παλληκάρια της. Είχε η θεία μου μία επιτραπέζια μηχανή ραψίματος  Singer, χειροκίνητη,  εκείνης της εποχής. Η μοδίστρα έραψε ένα μακρύ παντελόνι για τον Παναγιώτη. Όταν το φόρεσε, είδε ότι το ένα μπατζάκι ήταν πιο μακρύ από το άλλο.  -  Θεια Ραχηλιώ, της λέει,  αυτό το μπατζάκι είναι πιο μακρύ. Τι θα γίνει τώρα;  Φόρεσε τα γυαλιά της η Ραχηλιώ, το είδε και του είπε: - Α π’λύκ’, πιδί μ’, α π’λύκ’, μη σταναχωριέσι(11).
            Η θεία Καλλιόπη ήταν πολύ έξυπνη γυναίκα. Επί Κατοχής Βούλγαροι αστυνομικοί και Έλληνες καταδότες γύριζαν σε σπίτια και αποθήκες να βρουν σιτάρι, καλαμπόκι, αλεύρι να τ’ αρπάξουν, με τη δικαιολογία ότι τάχα δεν ήταν δηλωμένα. Όλες οι οικογένειες αναγκάζονταν να κρύβουν κάτι από τα δικά τους προϊόντα ανάμεσα σε ξύλα, σε άχυρα, ακόμη και μέσα στη γη, για να μην πεινάσουν τα παιδιά τους. Έκρυψε και η θεία μου σακιά με σιτάρι στον αχυρώνα της μέσα σε άχυρα. Ήρθαν οι Βούλγαροι, άρχισαν να ψάχνουν, έβαλαν λόγχες, σύρματα χοντρά, κάπου φάνηκε ένα σακί, δεν το πρόσεξαν όμως. Τότε η θεία μου πάγωσε, δεν έχασε όμως την ψυχραιμία της, άρχισε να τους μιλάει, να τους απασχολήσει με κάτι άλλο, έφυγαν από εκείνο το σημείο, πήγαν πιο πέρα, δεν βρήκαν τα σακιά τα γεμάτα με σιτάρι και έφυγαν χωρίς λάφυρα.
            Όταν το 1944 -45 αρρώστησε η κόρη της η Βενετία, η οποία ήταν ήδη αρραβωνιασμένη με τον Γιώργη Τσομπανίδη και κινδύνεψε πολύ, έπρεπε να πάει σε κάποιο νοσοκομείο. Το καλύτερο της περιοχής ήταν το παλιό νοσοκομείο της Καβάλας. Αυτοκίνητα δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή. Έζεψε ο θείος Κωσταντής τα βόδια στο αμάξι, όπου είχαν στρώσει κιλίμια και μαξιλάρια, ξάπλωσε η ασθενής και ξεκινήσαμε για την Καβάλα. Πήραν κι εμένα μαζί τους, να έχει παρέα η θεία μου, να πηγαίνουμε μαζί στο νοσοκομείο. Μετά από πολλές ώρες φτάσαμε στην Καβάλα  σ’ ένα χάνι, όπου ξεπέζεψε ο θείος μου τα βόδια να ξεκουραστούν και να φάνε και μετά να γυρίσει πίσω στο χωριό. Εμείς με τη θεία μου μέναμε στης κουνιάδας της και κάθε μέρα πηγαίναμε στο νοσοκομείο και βλέπαμε τη Βενετιά. Κάναμε μια μεγάλη απόσταση, με τα πόδια πάντα, από την περιοχή της Παναγίας, ώστε να φτάσουμε στο παραθαλάσσιο νοσοκομείο.
            Ποτέ δεν θα ξεχάσω την αγωνία της θείας μου όλες αυτές τις ημέρες. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να βρουν τι αρρώστια είχε και κινδύνευε από στιγμή σε στιγμή να χάσει τη ζωή της. Τις τελευταίες ημέρες αποφάσισαν να της κάνουν παρακέντηση, να πάρουν υγρά από τους πνεύμονές της. Δεν θέλω να επεκταθώ σε άλλες λεπτομέρειες, αλλά η εξαδέλφη μου έγινε καλά με «θαυμαστό» τρόπο(12), όπως ομολογεί ακόμη και σήμερα. Την επομένη ημέρα όχι μόνο παρακέντηση δεν της έκαναν οι γιατροί, αλλά τη βρήκαμε και όρθια και γελαστή στο κρεβάτι της.
            Με τον ίδιο τρόπο που ήρθαμε στην Καβάλα γυρίσαμε και πάλι στο Καλαμπάκι. Η Βενετιά, η οποία ήταν 16 χρονών τότε, τον άλλο χρόνο παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια και απέκτησε τρία υπέροχα παιδιά, τον Ζωγράφο, που ζει στα Ιωάννινα, τη Χρυσούλα, που ζει στη Θεσσαλονίκη, και τον Κώστα τον μαθηματικό που ζει στη Δράμα, την επισκέπτεται καθημερινά και τη φροντίζει. Η εξαδέλφη μου δούλεψε και στα χωράφια -  ο άνδρας της ήταν αγρότης-, δεν αρρώστησε ποτέ και σήμερα ακόμη χαίρει άκρας υγείας.
            Λίγο πριν την Κατοχή ο θείος Κωσταντής έφερε στο σπίτι ένα κοπάδι πρόβατα. Έφτιαξαν το ποιμνιοστάσιο στη μεγάλη αυλή πίσω απ’ το καζαναριό κι ο μεγάλος γιος, ο Χρηστάκος, ανέλαβε το κοπάδι. Μ’ όλα αυτά τα αγαθά που είχαν στο σπίτι, γάλατα, τυριά, βούτυρα, κρασιά, τσίπουρα, λαχανικά, φρούτα, όσπρια, σ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής ζούσαν πλουσιοπάροχα. Την ίδια εποχή οι άνθρωποι των μεγάλων πόλεων υπέφεραν από πείνα.
            Αξίζει εδώ να αναφέρω πώς οι γυναίκες έβγαζαν το βούτυρο από το γάλα. Χρησιμοποιούσαν έναν ξύλινο ψηλό κάδο, κάτω φαρδύ, πάνω στενό, το «γιαΐκ’», όπου έριχναν το γάλα και το χτυπούσαν επί αρκετή ώρα μ’ ένα επίσης ξύλινο εργαλείο, το «κοπανέλι». Μετά έριχναν κρύο νερό στο γάλα, το βούτυρο ανέβαινε επάνω, το έπαιρναν, ξαναχτυπούσαν και πάλι μέχρις ότου πάρουν όλο το βούτυρο. Αυτό που έμενε το έλεγαν «αριάνι» και ήταν πολύ ωραίο αναψυκτικό για όλους μας. Ό,τι περίσσευε το έδιναν στους χοίρους, που έτρεφαν τότε όλοι οι χωρικοί.
            Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς έφεραν στο σπίτι τους ένα βαλιτσάκι, το γραμμόφωνο, και μερικούς δίσκους με σμυρναίικα τραγούδια. Το ήθελαν τα δυο μεγαλύτερα παιδιά, ο Χρηστάκος κι ο Παναγιώτης. Έμοιαζε μ’ ένα σημερινό φορητό υπολογιστή. Το σύστημα λειτουργούσε όπως ένα σημερινό πικάπ. Σε μας τα παιδιά φάνηκε αυτό πολύ περίεργο, να βγαίνει φωνή ανθρώπου μέσα από ένα κουτί. Μήπως είχαμε ακούσει ποτέ μουσική; Θυμάμαι όμως ακόμη μερικά από τα τραγούδια, όπως :


Τι σε μέλλει εσένανε κι όλο με ρωτάς
από ποιο χωριό είμ’ εγώ, αφού δεν μ’ αγαπάς…

Ή:  Είναι τώρα λίγος καιρός όπου την αγαπάω
και μού ’ρχεται, μα το Θεό,  στη μάνα της να πάω κλπ.

            Κυρίως το δεύτερο έβαζε ο συγχωρεμένος ο Παναγιώτης, γιατί εκείνη την εποχή ήταν ερωτευμένος με μία κοπέλα και το ήξεραν όλοι στο σπίτι.
            Όταν επιστρατεύθηκε ο Παναγιώτης και εκπαιδεύονταν στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων Δράμας (υπήρχε τότε), η θεία μου πληροφορήθηκε ότι θα τον πάνε για εκπαίδευση στα ΛΟΚ. Στενοχωρήθηκε πολύ. Ο Εμφύλιος Πόλεμος βρίσκονταν σε εξέλιξη σ’ όλη την Ελλάδα και οι Λοκατζήδες κινδύνευαν σε κάθε αποστολή τους πάνω στα βουνά. Κάποια στιγμή ήρθε στο σπίτι μου στη Δράμα, όπου φοιτούσα τότε στο Γυμνάσιο, φορτωμένη μ’ ένα μεγάλο καλάθι γεμάτο με ένα κοτόπουλο, αυγά, βούτυρο, τυρί και δεν θυμάμαι τι άλλο. Μου λέει:
            - Φούλα, θέλω να πάμε μαζί στο σπίτι του Διοικητή του στρατοπέδου, να του πάω αυτά τα δώρα. Εσύ ξέρεις τους δρόμους, και μου έδειξε μια διεύθυνση. Μου είπε τους λόγους για τους οποίους πηγαίνει τα δώρα, μήπως ο Διοικητής αλλάξει γνώμη και κατατάξει τον Παναγιώτη σε άλλο σώμα και όχι στα ΛΟΚ.
            Ευτυχώς δεν ήταν και πολύ μακριά αυτό το σπίτι. Πιάσαμε μαζί το καλάθι και πήγαμε. Βρήκαμε τη γυναίκα του Διοικητού, της μίλησε η θεία μου, την παρακάλεσε να μεταφέρει στο σύζυγό της το αίτημά της και φύγαμε.  Η απόφαση όμως ήταν οριστική και αμετάκλητη. Ο Παναγιώτης υπηρέτησε στα ΛΟΚ., έλαβε μέρος μάλιστα  σε πολλές μάχες στο Γράμμο και στο Βίτσι κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου. Όταν για πρώτη φορά μετά από μήνες ήρθε στο χωριό, έφερε μαζί του και ένα σλίπινγκ μπαγκ. Πρώτη φορά βλέπαμε τέτοιο πράγμα και πρώτη φορά ακούγαμε αυτή τη λέξη. Ήταν πουπουλένιο αμερικάνικο. Μας έδειξε πώς το χρησιμοποιούσε. Όλοι μαζευτήκαμε εκεί να τον δούμε και να τον υποδεχτούμε. Το άπλωσε κάτω, μπήκε μέσα, το κούμπωσε με το φερμουάρ, σκέπασε και το κεφάλι του με την κουκούλα. «Αυτό, είπε, είναι το στρώμα και το πάπλωμα συγχρόνως για μας τους λοκατζήδες, όταν κοιμόμαστε στο ύπαιθρο. Εμείς μείναμε άναυδοι.
            Στον επάνω όροφο του σπιτιού της θείας μου εκτός απ’ τα υπνοδωμάτια υπήρχε κι ένα μεγάλο δωμάτιο, το σαλόνι ή υποδοχή, όπως το έλεγαν τότε. Κάθε χρόνο την ημέρα του Αγίου Κωνσταντίνου δέχονταν επισκέψεις για την ονομαστική εορτή του θείου Κωσταντή. Κάθε χρόνο την ημέρα αυτή έσφαζαν ένα μεγάλο αρνί, το οποίο η θεία Καλλιόπη έφτιαχνε γεμιστό με ρύζι, εντόσθια, κρεμμυδάκι και άνηθο. Το έψηνε στο φούρνο, να φάνε οι ίδιοι και να έχουν κέρασμα για το βράδυ. Το έλεγαν κι αυτό κουρμπάνι.
            Στην υποδοχή δεν υπήρχαν τότε καναπέδες και πολυθρόνες να βουλιάζουν. Υπήρχαν ξύλινοι κτιστοί καναπέδες στους τοίχους, τα «μιντέρια». Τα σκέπαζαν με μάλλινες μοδάτες(13) κουβέρτες υφαντές κι έβαζαν επάνω μαξιλάρες που ακουμπούσαν στους τοίχους. Το καλοκαίρι τα καλύμματα ήταν άσπρα κεντητά με πολύχρωμες κλωστές ή ασπροκέντι, που τα κεντούσαν μόνες στο χέρι οι γυναίκες. Τραπεζαρίες και τραπεζάκια δεν υπήρχαν και τα κεράσματα προσφέρονταν στους δίσκους.
            Σ’ ένα μεγάλο δίσκο υπήρχαν ποτήρια κρασιού, κανάτα, πηρούνια και κρέας ψητό τεμαχισμένο. Όπως κάθονταν οι επισκέπτες στα μιντέρια, περνούσαν οι γυναίκες από τον καθένα χωριστά, του έδιναν ποτήρι με κρασί κι αυτός έπαιρνε με το πηρούνι τον μεζέ του. Μερικές φορές επαναλαμβάνονταν αυτό και δεύτερη και Τρίτη φορά.
            Στο τέλος πρόσφεραν  το γλυκό κουταλιού. Το έβαζαν σε γυάλινο μπωλ πάνω στο δίσκο και δίπλα τα καθαρά κουταλάκια. Ο καθένας με το κουταλάκι έπαιρνε το γλυκό του, το έτρωγε και άφηνε στο δίσκο το λερωμένο κουτάλι σ’ ένα άλλο μπωλ. Μετά περνούσε η κόρη, συνήθως στολισμένη ωραία, και με μια μικρή υπόκλιση πρόσφερε το ποτήρι με το νερό. Κατά τον ίδιο τρόπο γιόρταζαν τις ονομαστικές τους εορτές όλοι οι Καλαμπακιώτες.
            Όλοι οι φίλοι και οι συγγενείς του εορτάζοντος έπρεπε να περάσουν να του ευχηθούν, γι’ αυτό οι επισκέψεις ξεκινούσαν από πολύ νωρίς και κρατούσαν μέχρι αργά. Έφευγε η μία παρέα, πήγαινε η άλλη. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε, οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί, γι’  αυτό οι βραδινοί επισκέπτες φρόντιζαν να έχουν μαζί τους φακούς ή φανούς θυέλλης, για να μην λερώνουν τα παπούτσια τους και τα ρούχα τους στα νερά και στις λάσπες(14). Τα πολύ συνηθισμένα ονόματα στο Καλαμπάκι ήταν Κώστας, Χρήστος, Γιάννης, Νίκος, Δημητρός. Δεν υπήρχαν αρχαία ονόματα, όπως Ευριπίδης, Σοφοκλής, Νέστορας, Αχιλλέας.
            Οι γυναίκες δεν γιόρταζαν ποτέ την ονομαστική τους εορτή(15) ή πολύ σπάνια. Ούτε εορτές γενεθλίων υπήρχαν. Αυτό είναι ξενόφερτη γιορτή. Οι Ευρωπαίοι δεν τιμούν πολλούς Αγίους και καθιέρωσαν τα γενέθλια. Εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί έχουμε τους Αγίους μας, πάμπολλους Αγίους, να τιμήσουμε και δεν χρειαζόμαστε γενέθλια.
            Το παλιό διώροφο σπίτι της θείας μου, όπως όλα τα διώροφα, φιλοξενούσε στη στέγη του κάθε Άνοιξη μια οικογένεια πελαργών. Η τροφή τους, βατράχια, φίδια και άλλα ερπετά, βρίσκονταν πολύ κοντά τους. Ήταν πολύ όμορφα πουλιά με άσπρες φτερούγες και μαύρη ρίγα στο τέλος τους, ψηλά και αδύνατα πόδια και μεγάλα ράμφη, το εργαλείο τους για να πιάνουν την τροφή τους μέσα από τα νερά. Εμείς τα λέγαμε «τσακνιάδες», αλλού τα λένε λελέκια. Οι πελαργοί και τα χελιδόνια φέρνουν την Άνοιξη , έλεγα κι εγώ στα παιδάκια του δημοτικού σχολείου, όπως μου είχαν μάθει κι εμένα οι δασκάλες μου. Στο χωριό μας και τα πολύ ψηλά και αδύνατα παιδιά τα λέγαμε τσακνιάδες κοροϊδευτικά.
            Κάθε ζευγάρι πελαργών έφτιαχνε τη φωλιά του στη στέγη ενός σπιτιού, στο πιο κεντρικό σημείο ή σ’ ένα πολύ ψηλό δένδρο, μονίμως δε υπήρχε μία φωλιά στο καμπαναριό της Εκκλησίας. Κατασκεύαζαν τη φωλιά τους μεταφέροντας ξύλα με τα πόδια τους και με το ράμφος τους ή την εύρισκαν έτοιμη από την προηγούμενη χρονιά. Οι άνθρωποι τους αγαπούσαν τους πελαργούς και δεν χαλούσαν τις φωλιές τους, που με τόση δεξιοτεχνία έφτιαχναν, σωστοί αρχιτέκτονες.
            Πολύ αγαπημένα ζευγάρια οι πελαργοί, ξεπερνούσαν τους ανθρώπους. Όταν γεννούσαν τα αυγά τους και όταν εκκολάπτονταν τα πελαργάκια τους, ποτέ δεν έφευγαν και οι δύο γονείς μαζί προς αναζήτησιν τροφής. Πάντα ο ένας στη φωλιά, ο άλλος στη δουλειά. Κάθε φορά που επέστρεφε στη φωλιά ο ένας, ο άλλος τον υποδέχονταν χτυπώντας το ράμφος τάκα, τάκα, τάκα, τάκα, σαν να τον χειροκροτούσε. Όταν μεγάλωναν τα πελαργάκια, υποδέχονταν κι αυτά τη μητέρα ή τον πατέρα χτυπώντας τα ράμφη τους όλοι μαζί, τάκα, τάκα, τάκα, τάκα.
            Οι γονείς κουβαλούσαν τροφή και τάιζαν τα μικρά τους ρίχνοντάς τροφή απευθείας μέσα στο ράμφος τους.Αργότερα τα εκπαίδευαν στο πέταγμα. Στην αρχή μικρά πετάγματα πάνω απ’  τη φωλιά τους, μετά πιο ψηλά, πιο ψηλά και κάποτε τα κατάφερναν να πετούν μόνα τους, όταν μεγάλωναν και οι φτερούγες τους.
            Έπρεπε να είναι έτοιμα να φύγουν το φθινόπωρο με τα πρώτα κρύα για τις θερμές χώρες, πετώντας πάνω από στεριές και θάλασσες. Ίσως στο Καλαμπάκι να υπάρχουν ακόμη πελαργοί, εγώ όμως έχω πολλά χρόνια να δω τέτοια πουλιά. Μπορεί να είναι και αυτοί είδος υπό εξαφάνισιν, αφού τώρα και τα νερά δεν υπάρχουν στις αυλές και στα χωράφια και το χειρότερο είναι ότι τα αγροτικά φάρμακα δηλητηρίασαν πολλά είδη πουλιών και ζώων.
            Μετά το 1970 το διώροφο σπίτι γκρεμίστηκε  και η θεία μου μεταφέρθηκε στο καινούριο σπίτι του. Ένα δωμάτιο και μια κουζίνα της έφτανε τώρα που ήταν μόνη της, ο θείος είχε πεθάνει και τα παιδιά της όλα παντρεμένα. Στο δωμάτιό της ένα κρεβάτι, ένας καναπές κάτω απ’ το παραθυράκι που ήλεγχε τους δύο δρόμους που διασταυρώνονταν σ’ εκείνο το σημείο κι αυτή πάντα εκεί με τα δύο άσπρα κουρτινάκια τραβηγμένα παρακολουθούσε την κίνηση των περαστικών. Το μεσημέρι και το βράδυ τα κουρτινάκια έκλειναν για να ξεκουραστεί.
            Ο εξάδελφός μου ο Δημητρός ήταν τώρα το αποκούμπι της, η μεγάλη της αγάπη. Ο Πασχάλης, στη Θεσσαλονίκη, ο Παναγιώτης λίγο πιο πέρα από το σπίτι της, η Βενετία αρκετά μακριά μέσα στο χωριό, ο Χρηστάκος στην Αυστραλία. Πάντα ήθελε να γνωρίζει πού θα πάει ο Δημητρός, σε ποιο χωράφι βρίσκεται ο Δημητρός, τα πάντα τον αφορούσαν.
            Ο Χρηστάκος της έστελνε δολλάρια, ο Πασχάλης την επισκέπτονταν πολύ τακτικά και τη βοηθούσε κι αυτός οικονομικά, αν και δεν το είχε ανάγκη, ο Παναγιώτης και η Χρυσούλα η νύφη της επίσης καθημερινοί επισκέπτες.. Μια γιαγιά ευτυχισμένη που όλα τα παιδιά της και τα εγγόνια της την αγαπούσαν. Κάποια εποχή που ο Παναγιώτης δεν πήγαινε να τη δει έλεγε: «Ας έν’  καλά το παιδί μ’ κι ας μην έρχεται».
            Η Βενετιά έμενε κάπως μακριά, είχε τον άνδρα της άρρωστο, δεν μπορούσε να την επισκέπτεται τακτικά. Πολλές φορές τις Παρασκευές των Χαιρετισμών έφευγε από το σπίτι της ενωρίτερα, να περάσει να δει τη μητέρα της, να πάει και στην Εκκλησία.
            -  Άντε, μάνα, θα φύγω τώρα, της έλεγε, να πάω και λίγο στην Εκκλησία.   -  Μείνε να με κάν’ς παρέα, κορίτσι μ’, παρακαλούσε εκείνη, και το να κάν’ς παρέα στη μάνα σ’ Εκκλησία έν’ κι αυτό, δυο φορές Εκκλησία. Και βέβαια η εξαδέλφη μου προτιμούσε το «δυο φορές Εκκλησία» και γύριζε στο σπίτι της όταν τελείωναν οι Χαιρετισμοί.
Από τότε που ζούσε στη γκαρσονιέρα της η θεία μου οι συγκεντρώσεις της παρέας γίνονταν εκεί. Ήδη οι δυο μεγαλύτερες αδελφές είχαν φύγει απ’  τη ζωή, η μητέρα μου και η θεία η Χρυσάνθη ήταν καθημερινές επισκέπτριες, όπως και οι νύφες των δύο αδελφάδων, η Σοφούλα, η Χρυσούλα, οι ανιψιές της, οι εγγονές της, τα εγγόνια της, οι γειτόνισσες. Όταν ήταν μόνες οι τρεις  γιαγιάδες, Καλγιόπ’, Κιαράν’ και Χρυσάνθη, περνούσαν την ώρα τους παίζοντας χαρτιά. Το πλέξιμο κούρασε τα χέρια τους και τα μάτια τους. Είχαν πλέξει με βελονάκι πλεχτά για όλα τα εγγόνια τους, συναγωνίζονταν ποια θα τελειώσει γρηγορότερα τη δαντέλα ή το σεμέν που ξεκινούσαν.
      Τώρα τους  έμεινε μόνο το χαρτί. Έπαιζαν «στα ψέμματα», όπως έλεγαν, για να περνούν την ώρα τους και το παιχνίδι ήταν το «σκαμπίλι». Πότε γελούσαν επειδή κέρδιζαν, πότε θύμωναν γιατί έχαναν, μερικές φορές μάλωναν μεταξύ τους για τα χαρτιά, αλλά αυτό κρατούσε πολύ λίγο. Η Σοφούλα, πάντα χαμογελαστή, κατέβαζε με δίσκο τους καφέδες, τα γλυκά της λουκουμάκια, τις κερνούσε, έβλεπε και το φλυτζάνι τους λέγοντας ό,τι ήξερε για τη ζωή τους, αφού όλα τα ήξερε, τις έκανε να γελούν και να χαίρονται. Η Χρυσούλα του Παναγιώτη έφτιαχνε ωραίους λαλαγγίτες κι έτρεχε να τους φέρει στις γιαγιάδες ζεστούς ζεστούς, να πουν και «Θεός σχωρέσ’» για τους γονείς της. Όταν μαζεύονταν στης μαμάς μου το δωμάτιο,  τα κεράσματα τα αναλάμβανε η Βασούλα, η γυναίκα  του αδελφού μου του Στάθη, κι αργότερα η Χρυσούλα του Μιχάλη.
      Εκτός από την τράπουλα στο τραπεζάκι της θείας μου υπήρχε πάντα και η «Ιερά Σύνοψις». Κάθε απόγευμα ή βράδυ διάβαζε την Παράκληση προς την Παναγία. Της είχε μείνει αυτή η συνήθεια από την εποχή που τα δυο παλληκάρια της υπηρετούσαν ο μεν Παναγιώτης στο στρατό ο δε Χρηστάκος στη χωροφυλακή στα χρόνια του Εμφυλίου. Και οι δύο κινδύνευσαν σ’ αυτό τον πόλεμο. Ο Παναγιώτης που υπηρετούσε στο Γράμμο και ο Χρηστάκος που υπηρετούσε ως χωροφύλακας στη Θάσο. Ένα βράδυ τον περικύκλωσαν αντάρτες, χώθηκε κάτω από ένα μεγάλο θάμνο, λόγω του σκότους δεν μπόρεσαν να τον βρουν και να τον συλλάβουν. Τα ξημερώματα εγκατέλειψαν την προσπάθειά τους, έφυγαν να κρυφτούν στα κρησφύγετά τους και σώθηκε ο Χρηστάκος. Από τότε η θεία Καλλιόπη καθημερινά, κάθε απόγευμα, διάβαζε την Παράκληση προς την Παναγία. Την είχε μάθει απ’ έξω.
      Τα τελευταία χρόνια της ζωής της δοκίμασε και την πίκρα του θανάτου του παιδιού της. Ο Χρηστάκος, ο οποίος ζούσε από πολλά χρόνια στη Λατινική Αμερική έφυγε από τη ζωή χωρίς να του συμπαρασταθεί και χωρίς να τον αποχαιρετήσει.
      Το 1998 ήρθε και το δικό της τέλος. Ήταν 6 Ιανουαρίου, ημέρα της εορτής των Θεοφανείων. Τη σορό της τη μετέφεραν στον επάνω όροφο, για να χωρέσουν εκεί όλοι οι δικοί της άνθρωποι να την ιδούν και να την αποχαιρετήσουν. Άφησε πίσω της τα παιδιά της, τα δέκα εγγόνια της και τα είκοσι δισέγγονά της. Λίγο αργότερα γεννήθηκε στα Ιωάννινα το πρώτο της τρισέγγονο, εγγόνι του Ζωγράφου Τσομπανίδη του εγγονού της. Δυστυχώς η μόνη που απουσίασα ήμουν εγώ. Λόγω του χειμώνα και της μεγάλης απόστασης δεν μπόρεσα να πάω να αποχαιρετήσω την αγαπημένη μου θεία και ακόμη λυπάμαι γι’ αυτό. Όλα τα άλλα ανίψια της, οι ανιψιές της, γείτονες, συγχωριανοί, συγγενείς, φίλοι των παιδιών της και των εγγονών της βρέθηκαν κοντά της.
  Η μητέρα μου, η μόνη αδελφή της που βρίσκονταν ακόμη στη ζωή, δεν μπορούσε πλέον να μετακινηθεί από το δωμάτιό της ούτε καν να σταθεί όρθια, ήταν σχεδόν καθηλωμένη στο κρεβάτι. Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά της, ο Χρήστος και ο Μιχάλης, που της συμπαραστέκονταν – τον μικρό μου αδελφό  τον Στάθη τον χάσαμε πολύ ενωρίτερα στα 47 του χρόνια –   δεν την άφησαν παραπονεμένη. Έπιασαν τα χέρια τους σταυρωτά και έκαναν ένα καρεκλάκι να καθίσει επάνω. Έτσι την κατέβασαν από το δωμάτιό της και έτσι την ανέβασαν στο σπίτι του Δημητρού, να δει για τελευταία φορά την αδελφή της και να την αποχαιρετήσει. Κάθε φορά που το θυμάμαι αυτό συγκινούμαι.
      Λίγο αργότερα χάσαμε και τη θεία Χρυσάνθη, τη μητέρα της Φωτίκας και του Χρόνη, και το έτος 2000 έφυγε απ’ τη ζωή και η μητέρα μου. Έτσι η όμορφη παρέα των γιαγιάδων με τα ωραία εργόχειρα, με τα χαρτιά και το «σκαμπίλ΄» διαλύθηκε, τελείωσε. Όταν ξαναπήγα στο Καλαμπάκι, τα κουρτινάκια στο παράθυρο της θείας Καλλιόπης ήταν μόνιμα κλειστά και κιτρινισμένα. Κάθε φορά που περνούσα από το δρόμο στεκόμουν και την έψαχνα. Νόμιζα πως θα την έβλεπα να κάθεται στον καναπέ της.
      Θα τη θυμάμαι πάντα όπως ήτανε στα νιάτα της και στα γεράματά της με τα χρυσά της τα κρεμαστά σκουλαρίκια που έμοιαζαν με καλαθάκια, με το χαμόγελό της και την αγάπη της. Θα θυμάμαι πάντα πόσο συμπαραστάθηκε στη μητέρα μου στα πρώτα χρόνια της χηρείας της και πόσο μας βοήθησε με όποιο τρόπο μπορούσε, κουβαλώντας από τα αγαθά που υπήρχαν στο σπίτι της, γάλα, βούτυρο, γιαούρτι, σ’ εμάς που είχαμε ορφανέψει πολύ μικρά.
      Καθημερινά την έχω στην προσευχή μου μαζί με τη μητέρα μου και τις άλλες θείες και κάθε Κυριακή με το πρόσφορο το ζυμωμένο από μένα ο ιερέας μνημονεύει εδώ στον Αλμυρό το όνομά της, μαζί με τα ονόματα όλων των κεκοιμημένων, των αγαπημένων μου που δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή. Ο Θεός να τους αναπαύει, να τους έχει μαζί με τους Αγίους Του και τους Αγγέλους.


                                                Φούλα Στράντζαλη Πριάκου

Αντιγραφή - σχόλια: Κυράνθη Στράντζαλη




(1) Ο Κωσταντής Ιωαννίδης παντρεύτηκε τη δεκαεπτάχρονη Καλλιόπη μετά το θάνατο της πρώτης συζύγου του Ζηγοπ’γιώς (Ζωοδόχου Πηγής), που πρόλαβε να του χαρίσει ένα αγόρι, τον Παντελή (+).
(2) Προφανώς εκ του συδαυλίζω.
(3)Σφούγγια: εκ του σφουγγίζω, καθαρίζω με σφουγγάρι.
(4) Φούρνος +ανάβω.
(5) Γιαλάκ(ι): πρωτόγονος ξύλινος πάγκος νεροχύτη.
(6) Η πληροφορία δεν είναι σωστή. Κουζίνες μέσα στα σπίτια υπήρχαν ήδη από τη δεκαετία του ’50. Τη βρύση στο νεροχύτη αντικαθιστούσε ένα κρεμαστό δοχείο με άνοιγμα στο  επάνω και  βρυσούλα στο κάτω μέρος, χωρητικότητας 10 περίπου κιλών, που το γέμιζαν οι νοικοκυρές απ’ το πηγάδι ή την τουλούμπα της αυλής. Το έλεγαν μουσλούκ(ι) οι γεροντότεροι και νιπτήρα οι πιο νέοι.
(7) Τα τσιρβούλια ή τσερβούλια ήταν άτεχνα χειροποίητα  παπούτσια κατασκευασμένα από δέρμα χοιρινό, προερχόμενο συνήθως απ’ το σφαγμένο γουρούνι των Χριστουγέννων.
(8) Λίγο.
(9) Ζου’τκά: ξωτικά.
(10) Μιτάρια:  Η λέξη αυτή  θυμίζει τον «μίτο της Αριάδνης», δηλαδή το κουβάρι της κλωστής.
(11) Θα απολύκει, θα ξεχειλώσει, παιδί μου.
(12) Η οικογένειά της είναι ακόμη  πεπεισμένη  ότι στη νεαρή τότε Βενετία  έκαναν μάγια.
(13) Υφαντές κουβέρτες με γεωμετρικά σχέδια, δηλ. μόδες.
(14) Βλ. και το δίστιχο: Όποιος τη νύχτα πορπατεί, λάσπες και σκ…ά  πατεί.
(15) Προφανώς λοιπόν η δυναμική και αυταρχική γιαγιά του Γεωργίου Βιζυηνού Χρουσώ, που έδινε στον άντρα  της Γιώργη να φορέσει τη γαμπριάτικη στολή του ανήμερα της δικής της γιορτής, και μάλιστα στο δεύτερο μισό του 19ου αι.,  αποτελούσε κραυγαλέα εξαίρεση (Γ. Βιζυηνού, Το μόνον της ζωής του ταξίδιον).


Αναδημοσίευση από το πολύ καλό Blog http://tsoban.blogspot.com/


Δεν υπάρχουν σχόλια: